Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ δήλωσε σήμερα ότι δεν θα υπάρχει κανένας νικητής σε έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, καλώντας τις αναπτυσσόμενες χώρες εταίρους να απορρίψουν τη μονομέρεια υπό το φως των δασμολογικών απειλών του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.

Οι απειλές του Τραμπ έχουν δώσει στη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα και την Νότια Αφρική νέα ώθηση για να ενισχύσουν την εμπορική τους συνεργασία, και οι ηγέτες τους βρήκαν μια συλλογική φωνή υπέρ του παγκόσμιου εμπορίου καθώς ξεκίνησαν την τριήμερη σύνοδο των χωρών της ομάδας BRICS στο Γιοχάνεσμπουργκ.

Η συνάντηση των προέδρων από το εμπορικό μπλοκ είναι η πρώτη από τότε η κυβέρνηση του Τραμπ ξεκίνησε την προσπάθεια να διαμορφώσει μια νέα ισορροπία στο εμπόριο.

«Θα πρέπει να είμαστε αποφασιστικοί στην απόρριψη της μονομέρειας», δήλωσε ο Σι στην εναρκτήρια εκδήλωση. «Ένας παγκόσμιος εμπορικός πόλεμος θα πρέπει να απορριφθεί διότι δεν θα υπάρξει κανένας νικητής», δήλωσε ο Σι, που βρίσκεται στο τιμόνι της δεύτερης μεγαλύτερης παγκοσμίως οικονομίας και του οποίου η χώρα έχει κυρίαρχο ρόλο στο μπλοκ των BRICS.

«Η μονομέρεια και ο προστατευτισμός ενισχύονται, καταφέροντας σοβαρό πλήγμα στην πολυμέρεια», δήλωσε. «Η Κίνα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με την πόρτα της ορθάνοικτη».

Ο Σι δήλωσε επίσης ότι η συλλογική άνοδος των αναδυόμενων αγορών και των αναπτυσσόμενων χωρών «είναι ασταμάτητη και θα καταστήσει την παγκόσμια ανάπτυξη πιο ισορροπημένη». Κάλεσε τις κυβερνήσεις των χωρών BRICS να τηρούν τους διεθνείς κανόνες ανεξάρτητα από το μέγεθός τους.

Ο πρόεδρος της Νότιας Αφρικής Σίριλ Ραμαφόζα ζήτησε να γίνουν εις βάθος συζητήσεις στη σύνοδο για τον ρόλο του εμπορίου στην προώθηση της ανάπτυξης που είναι βιώσιμη και ανοικτή σε όλους.

«Συναντιόμαστε εδώ σε μια περίοδο κατά την οποία το πολυμερές εμπορικό σύστημα αντιμετωπίζει πρωτοφανείς προκλήσεις», ανέφερε σε ομιλία του.

«Ανησυχούμε από την άνοδο των μονομερών μέτρων που δεν συνάδουν με τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και ανησυχούμε για τον αντίκτυπο αυτών των μέτρων, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες».