Το πρακτορείο Bloomberg επικαλείται έκθεση της τράπεζας Barclays, με βάση την οποία εκτιμάται ότι η επιβολή κυρώσεων στον ρωσικό τραπεζικό τομέα, από τις ΗΠΑ, μπορεί έχει επιπτώσεις σε ολόκληρη την ρωσική οικονομία.

Μεταξύ των προτάσεων που περιέχει το νομοσχέδιο το οποίο κατέθεσαν την περασμένη εβδομάδα αμερικανοί γερουσιαστές και από τα δύο κόμματα, για την επιβολή πιο αυστηρών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, είναι και η πρόταση περί επιβολής αυστηρών κυρώσεων στις μεγάλες ρωσικές κρατικές τράπεζες.

«Η πιο δραστική εκδοχή των κυρώσεων που αφορούν στις συναλλαγές με τις ρωσικές τράπεζες, η οποία προβλέπει την επιβολή κυρώσεων σε όλες τις κρατικές τράπεζες , μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις για όλη την ρωσική οικονομία, και να είναι μάλιστα πιο οδυνηρές από τα μέτρα που θα ληφθούν όσον αφορά το δημόσιο χρέος», δήλωσε η οικονομολόγος της Barclays Capital στο Λονδίνο Λίζα Γιερμαλένκο, η οποία διευκρινίζει ότι οι προτάσεις για την επιβολή των κυρώσεων θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθούν.

Το ίδιο το νομοσχέδιο δεν έχει ακόμη αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του αμερικανικού Κογκρέσου, ενώ στις 2 Αυγούστου είχε δημοσιευθεί το σχετικό δελτίο Τύπου για την κατάθεση του νομοσχεδίου.

Σε ένα από τα άρθρα του νομοσχεδίου προτείνεται οι ΗΠΑ «να απαγορεύσουν όλες τις συναλλαγές που σχετίζονται με το σύνολο των περιουσιακών ή μέρος των περιουσιακών στοιχείων ενός η περισσότερων χρηματοπιστωτικών θεσμών». Απαριθμούνται επίσης οι μεγαλύτερες ρωσικές κρατικές τράπεζες: Sberbank, VTB, Gazprombank, Promsviazbank, Roselchozbank και Vneshekonombank. Στον κατάλογο υπάρχει και η Bank Moskvi η οποία είχε ενσωματωθεί πλήρως στην VTB το 2016.

Μεταξύ άλλων το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών σε έκθεση του τον Φεβρουάριο εκτιμούσε ότι οι συνέπειες από την επιβολή κυρώσεων κατά του δημόσιου χρέους θα είναι αρκετά σοβαρές. Αυτό σημαίνει πιο ακριβά δάνεια, πιέσεις που θα επηρεάσουν την άνοδο της οικονομίας, αποσταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών, κλίμα έντασης στον τραπεζικό τομέα, ανάγκη να αλλάξει η πολιτική διαμόρφωσης του προϋπολογισμού και η νομισματική πολιτική.

Πηγή: Bloomberg, Vedomsosti