Καθυστέρηση, αλλά όχι εκτροχιασμό της οικονομικής ανάκαμψης στην Ευρωζώνη, λόγω του πρόσφατου κύματος κρουσμάτων κορονοϊού και της παραλλαγής Όμικρον, προβλέπει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δήλωσε η Ιζαμπελ Σνάμπελ, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, σε συνέντευξή της στη Le Monde.

«Τώρα, προβλέπουμε ένα πιο αδύναμο τέταρτο τρίμηνο και αυτό είναι πιθανό να διαχυθεί στην αρχή του νέου έτους. Ωστόσο, αναμένουμε μία ισχυρότερη ανάκαμψη στη συνέχεια, επομένως η δραστηριότητα ουσιαστικά θα μετατεθεί χρονικά», σημείωσε η Σνάμπελ, τονίζοντας ότι τα νοικοκυριά στην Ευρωζώνη έχουν σημαντικές αποταμιεύσεις, κάτι που στηρίζει την ανάκαμψη.

Αναφορικά με τον πληθωρισμό, ο οποίος έχει φθάσει στο 4,9% στην Ευρωζώνη, η Σνάμπελ επανέλαβε την άποψη της ΕΚΤ ότι θα παραμείνει υψηλός για ένα ορισμένο διάστημα, αλλά θα αποκλιμακωθεί στη διάρκεια του 2022. «Είμαστε λιγότερο βέβαιοι για το πόσο γρήγορα και ισχυρή θα είναι η μείωση», σημείωσε.

Ανέφερε, ωστόσο, ότι «κάποιες εταιρείες μας λένε ότι αναμένουν πως οι στενότητες στις εφοδιαστικές αλυσίδες θα διαρκέσουν και το 2023», προσθέτοντας:

«Έχουμε συνείδηση της αβεβαιότητας σχετικά με τις προβλέψεις μας για τον πληθωρισμό. Υπάρχει ανοδικός κίνδυνος».

Οι μισθολογικές αυξήσεις θα έχουν μεγάλη σημασία για την πορεία του πληθωρισμού και τα σημερινά στοιχεία δείχνουν ότι είναι συγκρατημένες. Ωστόσο, είπε η Σνάμπελ, από τις έρευνες στις εταιρείες προέκυψε ότι αυτές αναμένουν υψηλότερες αυξήσεις μισθών.

Αναφέρθηκε ακόμη στο ενδεχόμενο οι τιμές του πετρελαίου να κινηθούν σε υψηλά επίπεδα και μελλοντικά καθώς λόγω της πράσινης μετάβασης έχουν μειωθεί τα κίνητρα για επενδύσεις εξόρυξης σχιστολιθικού πετρελαίου. «Αν αυτό είναι αληθές, πρόκειται ενδεχομένως να δούμε ισχυρότερες ανοδικές τάσεις στις τιμές του πετρελαίου στο μέλλον», είπε.

Η Σνάμπελ εξέφρασε αβεβαιότητα για το αν είναι σε εξέλιξη διαρθρωτικές αλλαγές που ευνοούν τον πληθωρισμό, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια.

«Πρόκειται να επανέλθουμε στο αντιπληθωριστικό περιβάλλον που είχαμε πριν από την πανδημία ή εισερχόμαστε σε μία νέα φάση που μπορεί να χαρακτηρίζεται μάλλον από πληθωριστικά παρά από αντιπληθωριστικά σοκ;» αναρωτήθηκε.

Τόνισε επίσης ότι η ΕΚΤ πρέπει να ακολουθήσει μία προσέγγιση διαχείρισης του κινδύνου, «ώστε να μπορέσουμε να αντιδράσουμε γρήγορα εφόσον δούμε ενδείξεις ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει μονιμότερα σε επίπεδο πάνω από τον στόχο μας του 2%».