Σχεδόν το ένα τρίτο από τις περίπου 40 εταιρείες του κλάδου της ανάπτυξης ακινήτων της Κίνας που βαθμολογούνται από τον οίκο αξιολόγησης Fitch Ratings θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωπες με σημαντικές ελλείψεις ρευστότητας σε περίπτωση που οι πωλήσεις ακινήτων στην δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη μειωθούν κατά 30%, τονίζεται σε έκθεση που είδε σήμερα το φως της δημοσιότητας.

 

Πιο αναλυτικά, η Fitch τονίζει πως η κρίση που πυροδότησε η αδυναμία της Evergrande να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της τον περασμένο Σεπτέμβριο, ενδέχεται να επεκταθεί σε ολόκληρο τον κλάδο της ανάπτυξης ακινήτων, την στιγμή που αρκετές ακόμα κινεζικές εταιρείες βρίσκονται σε δυσχερή θέση, προσπαθώντας να ανταποκριθούν στις κεφαλαιακές τους υποχρεώσεις.

«Όσο περισσότερο διαρκεί η κρίση στον κλάδο του real estate στην Κίνα, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος για ολοκληρωτική απώλεια της καταναλωτικής εμπιστοσύνης», τονίζει μεταξύ άλλων στην έκθεση του οίκου Fitch.

Σύμφωνα με το δίκτυο CNBC, στην έκθεση της Fitch σημειώνεται πως σε περίπτωση που οι πωλήσεις ακινήτων κατά το επόμενο έτος σημειώσουν «βουτιά» της τάξης του 30%, τότε τουλάχιστον 12 από τις 40 εταιρείες του κλάδου θα βρεθούν σε δύσκολη θέση, αντιμετωπίζοντας έλλειψη ρευστότητας, ενώ σε περίπτωση που η μείωση των πωλήσεων διαμορφωθεί σε ποσοστό 15%, τότε περίπου 4 με 5 κινεζικές εταιρίες θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες στην αποπληρωμή των οφειλών τους.

Σημειώνεται παράλληλα, πως μόνο τον Νοέμβριο του 2021 η μείωση των πωλήσεων άγγιξε το 16% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020, συμπληρώνοντας πέντε συνεχόμενους μήνες αρνητικών επιδόσεων, την στιγμή που η μέση αξία των νέων κατοικιών μειώθηκε τον Νοέμβριο κατά 0,3% σε σχέση με τον Οκτώβριο, η μεγαλύτερη μηνιαία πτώση από τον Φεβρουάριο του 2015.

Όπως αναφέρει το δημοσίευμα του CNBC, οι κινεζικές εταιρείες του κλάδου της ανάπτυξης ακινήτων είναι αντιμέτωπες με συνολικές πληρωμές 19,8 δισ. δολαρίων σε κατόχους ομολόγων σε δολάρια μόνο για το πρώτο τρίμηνο του 2022, ενώ για το δεύτερο τρίμηνο οι συνολικές πληρωμές ανέρχονται στα 18,5 δισ. δολάρια, σύμφωνα με στα στοιχεία της Nomura.