Πέντε βασικούς άξονες προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού ενεργειακού τομέα και να ενδυναμωθεί η θέση της χώρας μας τόσο σε περιφερειακό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, παρουσίασε ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΛΠΕ και Γενικός Διευθυντής Οικονομικών Υπηρεσιών του Ομίλου, Ανδρέας Σιάμισιης.

Κατά την ομιλία του στο 28ο ετήσιο Συνέδριο «Η Ώρα της Ελληνικής Οικονομίας» που διοργανώνει το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, ο κ. Σιάμισιης μίλησε για το πώς πρέπει να κινηθούν οι ελληνικές επιχειρήσεις, ενώ έκανε αναφορά και σε διάφορους τομείς του χώρου της ενέργειας όπως η διύλιση, το φυσικό αέριο, οι υδρογονάνθρακες και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Οι πέντε βασική άξονες

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Σιάμισιης:
1. Απαιτείται μεγαλύτερη ταχύτητα και αποφασιστικότητα στις διαδικασίες που αφορούν το θεσμικό πλαίσιο (π.χ. αδειοδοτήσεις, προκηρύξεις, νομοθετήσεις, επικοινωνίες).
2. Το είδος και η μεγάλη χρονική διάρκεια των επενδύσεων απαιτούν σταθερότητα στο ρυθμιστικό, αδειοδοτικό και φορολογικό πλαίσιο. Οι ευκαιρίες που παρουσιάζονται αφορούν τόσο Έλληνες όσο και ξένους επενδυτές, οι οποίοι επιζητούν ξεκάθαρο πλαίσιο και σταθερότητα σε βάθος χρόνου.
3. Οι εταιρίες θα πρέπει να επιδείξουν την απαραίτητη προσαρμοστικότητα και να λάβουν αποφάσεις με βάση το μέλλον και όχι τη παρούσα ή ιστορική τους θέση.
4. Η βελτίωση του οικονομικού κλίματος σε συνδυασμό με την πολιτική σταθερότητα μόνο θετικά μπορούν να επιδράσουν, σε μια αγορά όπου το κόστος χρήματος αποτελεί σημαντικό παράγοντα.
5. Τέλος, εκτός από τις επενδύσεις και το απαιτούμενο πλαίσιο, είναι απαραίτητο να εστιάσουμε σαν αγορά και στην ανάπτυξη του ανθρωπίνου δυναμικού και της τεχνογνωσίας που απαιτείται σε θέματα εμπορικής διαχείρισης και διασυνοριακού εμπορίου στα πλαίσια μιας απελευθερωμένης ανοικτής αγοράς, παροχή ολοκληρωμένων ενεργειακών λύσεων και ανάπτυξη των απαραίτητων υποδομών (όπως χρηματιστήριο ενεργειακών προϊόντων).

Όπως τόνισε, η εγχώρια αγορά ενέργειας - εκτός από τη στρατηγική της σημασία και τον κοινωνικό αντίκτυπο που έχει - αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους οικονομικούς τομείς της χώρας με συνολικό κύκλο εργασιών άνω των 30 δισ. ευρώ ετησίως, συνεισφέρει καθοριστικά στο ΑΕΠ και στο εμπορικό ισοζύγιο με σημαντικές εξαγωγές, ενώ απασχολεί έμμεσα περισσότερους από 100.000 εργαζόμενους.

Επικαλούμενος στοιχεία της ΕΕ, τόνισε ότι σε σχέση με το 2005 η συνολική ζήτηση ενεργειακών προϊόντων στην Ελλάδα αναμένεται να μειωθεί σημαντικά κατά 40% μέχρι το 2050 (-18% για την ΕΕ 28), παρά την προβλεπόμενη οικονομική ανάπτυξη κατά την ίδια περίοδο. Η πρόβλεψη αυτή δημιουργεί διαφορετικά δεδομένα που καθορίζονται από τεχνολογικές εξελίξεις, πρωτοβουλίες εξοικονόμησης ενέργειας και αλλαγή συνηθειών σε επίπεδο καταναλωτών.

Αντίστοιχα, οι εξελίξεις στο θέμα του μείγματος παραγωγής είναι ακόμη πιο σημαντικές, καθώς επηρεάζονται μεταξύ άλλων και από τη προσπάθεια για μείωση των ρύπων (3D) και προβλέπουν:
-σταδιακή απομάκρυνση των λιγνιτικών μονάδων από το μείγμα,
-αύξηση των ανανεώσιμων πηγών, αλλά και
-διατήρηση των υγρών καυσίμων ως τη βασικότερη πηγή ενέργειας στην εγχώρια αγορά.

 

elps siamisiis parousiasi

Σκηνή από την ομιλία του κ. Σιάμισιη

Διύλιση

Η συνεισφορά του Τομέα Διύλισης στην Ελληνική Οικονομία καταδεικνύεται και από μελέτη που διενήργησε το 2015 το ΙΟΒΕ, σύμφωνα με την οποία τα πετρελαιοειδή κατέχουν σταθερά την 1η θέση στις εξαγωγές του κλάδου μεταποίησης με την αξία τους να ανέρχεται σε 7,5 δις ευρώ τον χρόνο, την ώρα που η συνολική αξία παραγωγής φτάνει στα 14,3 δις ευρώ. Ο κλάδος ενισχύει το ισοζύγιο εξωτερικού εμπορίου κατά 5,1 δις, προκαλεί προστιθέμενη αξία για την εθνική οικονομία ύψους 722 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ απασχολεί 4.100 άμεσα εργαζόμενους και επενδύει σταθερά σε καινοτομία, έρευνα, εκπαίδευση και συνεχή κατάρτιση. Η Ελλάδα έχει πλέον καταστεί ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα εισαγωγής, επεξεργασίας, αποθήκευσης και εξαγωγών προϊόντων πετρελαίου της ΝΑ Μεσογείου, με τις εταιρείες διύλισης να έχουν επενδύσει δισεκατομμύρια ευρώ τις τελευταίες δεκαετίες για τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση των εγκαταστάσεων. Συνολικά, περισσότεροι από 15 εκατ. ΜΤ προϊόντων πετρελαίου εξάγονται ετησίως στην Ευρώπη ή στις κοντινές αγορές. Παράλληλα, η Ελλάδα με το φυσικό της πλεονέκτημα των παράκτιων διυλιστηρίων, τις σημαντικές επενδύσεις σε σύγχρονες εγκαταστάσεις και μονάδες, αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της ενεργειακής αλυσίδας όχι μόνο σαν διαμετακομιστικός κόμβος, αλλά και ενισχύοντας την τοπική βιομηχανία και οικονομία.

Ανασταλτικό παράγοντα αποτελεί η υψηλή φορολογία στην τιμή πώλησης των υγρών καυσίμων που ανέρχεται περίπου στο 70% της τελικής τιμής, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να εμφανίζεται ως η 3η πιο ακριβή χώρα στο κόστος της απλής αμόλυβδης 95 οκτανίων, ενώ χωρίς την επιβολή φόρων η χώρα μας θα περιοριζόταν στην 11η θέση στην Ευρώπη των 28.

Φυσικό αέριο

Ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της ΕΛΠΕ εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι η Ελλάδα μπορεί να καταστεί σημαντικός διαμετακομιστικός κόμβος και πύλη εισόδου ενεργειακών προϊόντων στη ΕΕ καθώς, όπως είπε, «κατέχει στρατηγική και προνομιούχο θέση γεωγραφικά και αποτελεί μια ασφαλή και σταθερή χώρα, γεγονός που της δίνει τη δυνατότητα να διαδραματίσει ένα κομβικό ρόλο στις ροές ενεργειακών προϊόντων και στις εναλλακτικές οδεύσεις προς τη Ευρώπη, λαμβάνοντας υπόψη και την αυξανόμενη σημασία του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα.»

Οι πιο πρόσφατες εξελίξεις καθιστούν αυτή την αγορά ακόμη πιο σημαντική, γεγονός που φαίνεται από το μεγάλο ενδιαφέρον σε έργα αγωγών που είναι υπό κατασκευή, ή υπό εξέταση, με σημαντικότερο τον αγωγό TAP ο οποίος θα προσθέσει επιπλέον 10 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα στην αγορά της Ιταλίας και της Κεντρικής Ευρώπης.

Αντίστοιχα, η αναβάθμιση του αποθηκευτικού και διαμετακομιστικού δυναμικού της Ρεβυθούσας, αλλά και οι πιθανότητες για άλλα είδους επενδύσεις όπως το FSRU (πλωτή μονάδα αποθήκευσης και επαναεριοποίησης), ή η χρήση παλαιών φυσικών αποθηκευτικών χώρων (reservoir storage) είναι πιο επίκαιρες πλέον, καθώς η ποσότητες φυσικού αερίου που διαφαίνεται να είναι διαθέσιμες στη ΝΑ Μεσόγειο ανοίγουν καινούργιες δυνατότητες. «Με το τρόπο αυτό, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει σε μια φυσική και εμπορική περιφερειακή αγορά φυσικού αερίου, με ποσότητες που μπορεί να ξεπεράσουν τα 25 bcm ετησίως», δήλωσε με έμφαση ο κ. Σιάμισιης.

Υδρογονάνθρακες-ΑΠΕ

Υπάρχει επίσης και η πρόκληση της αξιοποίησης πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, σύμφωνα με τον Αναπληρωτή Διευθύνοντα Σύμβουλο της ΕΛΠΕ. Όπως είπε, η Ελλάδα έχει προχωρήσει με πιο τολμηρά βήματα τα τελευταία χρόνια στην προσπάθεια για ουσιαστική έρευνα και αξιοποίηση του δυναμικού της σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, με πιο πρόσφατες τις διακηρύξεις για υποβολή προσφορών για τις περιοχές στη Κρήτη και το Ιόνιο πέλαγος. «Παρόλο που είναι αδύνατον για κάποιον να προεξοφλήσει τα αποτελέσματα, οι πρωτοβουλίες αυτές και το ενδιαφέρον από διεθνείς ομίλους αποτελούν ένα θετικό πρώτο βήμα», δήλωσε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε πως η πιθανότητα ανακαλύψεων μόνο ευεργετικά μπορεί να λειτουργήσει για την οικονομία και τη θέση της χώρας.

Αναφερόμενος, στους ενεργειακούς πόρους και το δυναμικό της χώρας, υποστήριξε ότι η Ελλάδα έχει μια μοναδική ευκαιρία ώστε να επωφεληθεί από την "έκρηξη" των ΑΠΕ καθώς θα προσελκύσουν ένα σημαντικό επενδυτικό προϋπολογισμό ύψους 2 δισ. ευρώ εντός της επομένης τριετίας και άλλα 5 δισ. ευρώ τα αμέσως επόμενα χρόνια. Ο κ. Σιάμισιης σημείωσε ότι οι ΑΠΕ - συμπεριλαμβανομένου του μεγάλου υδροηλεκτρικού δικτύου - αντιπροσωπεύουν μόλις το 30% της προσφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην ελληνική αγορά, έναντι στόχου 40% για το 2020, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει άμεσα στην κατασκευή μονάδων για άλλα 1.200-1.600 MW από ΑΠΕ. Παράλληλα, θα πρέπει να αναπτυχθούν και οι υποδομές αποθήκευσης και διαχείρισης για την παραγόμενη ενέργεια.