Όταν το ιδιωτικό επενδυτικό κεφάλαιο CVC Capital Partners ξεκινούσε συζητήσεις για πιθανές επενδύσεις του στην Ελλάδα, το 2016, λίγοι θα φαντάζονταν ότι λιγότερο από πέντε χρόνια μετά το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο του στην Ελλάδα θα ξεπερνούσε το μισό δισ. ευρώ και ενδεχομένως να ξεπεράσει σύντομα και το 1 δισ.

Με οπλοστάσιο δεκάδων δισεκατομμυρίων κεφαλαίων υπό διαχείριση που αναζητούσαν και εξακολουθούν να αναζητούν ευκαιρίες αποδόσεων ανά την υφήλιο, ο κατακερματισμένος τότε κλάδος της υγείας στην Ελλάδα προσείλκυσε το ενδιαφέρον των διαχειριστών της. Σήμερα μετά την απόκτηση, σε συνεργασία και με ελληνικά συμφέροντα, των περισσότερων από τα μεγάλα ιδιωτικά ελληνικά νοσοκομεία αλλά και συναφών δραστηριοτήτων (Metropolitan, Υγεία, Μητέρα, Ιασώ General, Λητώ, Creta InterClinic, AlfaLab, Y-Logimed, Business Care) συζητεί την εξαγορά και της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Εθνική Τράπεζα και πλέον και της ελληνικής εταιρείας τροφίμων Vivartia από τη Marfin Investment Group (MIG). Παράλληλα, έχει αποκτήσει συμμετοχές σε μαρίνες μέσω της εξαγοράς τουρκικής εταιρείας αλλά και το 49% της εταιρείας ηλεκτρονικού εμπορίου Skroutz.gr.

Εφόσον οι δύο υπό συζήτηση νέες επενδύσεις, Εθνική Ασφαλιστική και Vivartia, υλοποιηθούν, η εδρεύουσα στο Λουξεμβούργο CVC, η οποία έλκει τις ρίζες της από την επενδυτική οικογένεια της αμερικανικής Citicorp, θα καταστεί ένα από τους μεγαλύτερους ξένους επενδυτές στη χώρα μαζί με ομίλους όπως οι καναδικές PSP Investments και Eldoarado Gol, η γερμανική Fraport ή η κινεζική Cosco.

Η CVC ιδρύθηκε το 1981, και θεωρείται από τα σημαντικότερα διεθνή private equity & credit funds με 105,1 δισ. δολ. κεφάλαια υπό διαχείριση, 160,3 δισ. δολ. δεσμευμένων προς επένδυση κεφαλαίων (commitments) και ένα παγκόσμιο δίκτυο 23 τοπικών γραφείων: 15 στην Ευρώπη και την Αμερική και 8 στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού.

To βράδυ της περασμένης Τετάρτης κατέθεσε στη Marfin Investment Group δεσμευτική πρόταση εξαγοράς του συνόλου των μετοχών που η τελευταία κατέχει στη θυγατρική της εταιρεία τροφίμων Vivartia, τα λειτουργικά κέρδη (EBITDA) της οποίας κατά την τελευταία χρήση (2019) προσέγγισαν τα 70 εκατ. ευρώ.

MIG και CVC δεν είναι άγνωστοι μεταξύ τους, αφού πριν από δύο χρόνια, τον Νοέμβριο του 2018, η πρώτη πούλησε στη δεύτερη τον εισηγμένο όμιλο Υγεία. Τότε με τίμημα 0,95 ευρώ ανά μετοχή το fund CVC απέκτησε το 70,38% του νοσοκομειακού ομίλου καταβάλλοντας 204,4 εκατ. ευρώ.

Το διοικητικό συμβούλιο της MIG συνεδρίασε την Πέμπτη και αποφάσισε να ξεκινήσει αποκλειστικές διαπραγματεύσεις με ορίζοντα την 6η Νοεμβρίου με την CVC. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», η πρόταση της CVC αποτιμά την Vivartia σε ιδιαίτερα ελκυστικά επίπεδα με δεδομένες και τις επιπτώσεις που έχει προκαλέσει η πανδημία στη δραστηριότητά της και προβλέπει αφενός την ανάληψη του χρέους της Vivartia προς τους πιστωτές της και αφετέρου την καταβολή ενός σημαντικού τμήματος του τιμήματος σε μετρητά. Υπενθυμίζεται ότι η MIG έχει προθεσμία έως τα τέλη του έτους να βρει λύση για την αποπληρωμή δικών της δανείων ύψους 250 εκατ. ευρώ προς την Πειραιώς και το προϊόν από μια πώληση της Vivartia της δίνει σημαντικές δυνατότητες.

Η CVC με την κίνησή της αυτή εμφανίζεται συνεπής στη στρατηγική της να αυξήσει την έκθεσή της στην Ελλάδα κυρίως σε μη κυκλικά καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, σημειώνουν κύκλοι της αγοράς.

Η εταιρεία παραγωγής τροφίμων Vivartia ιδρύθηκε ως BrandCo, έπειτα από τη συγχώνευση της Δέλτα, της Chipita και της Γενική Τροφίμων το 2005. Η συγχωνευθείσα εταιρεία έγινε ο μεγαλύτερος όμιλος τροφίμων στην Ελλάδα ελέγχοντας σήμερα, μεταξύ άλλων, το 25% της αγοράς γάλακτος και απορροφώντας πάνω από το 25% της εγχώριας παραγωγής. Μετά την αποχώρηση της Chipita, οι βασικές θυγατρικές του ομίλου είναι οι Δέλτα, Μπάρμπα Στάθης και οι Goody’s, Flocafe και Everest.

Πηγή:kathimerini.gr