Το κατά πόσο αμείβεται η παραγωγικότητα της εργασίας αντίστοιχα με το αποτέλεσμα θα είναι η «σημαία» του ΣΕΒ σε πιθανές διαπραγματεύσεις των κοινωνικών εταίρων για αύξηση των κατώτατων αποδοχών, είπε ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θεόδωρος Φέσσας μιλώντας Στο Κόκκινο. Δεν μπορεί να υπάρχουν τυφλές αυξήσεις υποστήριξε.

«Εάν υπάρξει διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων ο ΣΕΒ θα συμμετέχει, αλλά θα έχει σαν σημαία του το κατά πόσο αμείβεται η παραγωγικότητα της εργασίας αντίστοιχα με το αποτέλεσμα. Δεν μπορεί να υπάρχουν τυφλές αυξήσεις χωρίς καμία θεμελίωση και τεκμηρίωση και αποφάσεις για τους μισθούς που στο τέλος χτυπούν τους εργαζόμενους με ανεργία και "γκρίζα" εργασία», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Ο πρόεδρος του ΣΕΒ εκτίμησε ότι «δεν μπορεί να υπάρχει παραγωγικότητα με αμοιβές των 400 ευρώ για οκτάωρη εργασία», εξηγώντας ότι «το ζητούμενο είναι να υπάρχουν επιχειρήσεις και επενδύσεις μεγάλης εμβέλειας που να παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες, τα οποία πωλούνται σε όλον τον κόσμο».

Όπως ανέφερε ο κ. Φέσσας, «οι καλές ελληνικές επιχειρήσεις αμείβουν πολλαπλάσια του ποσού. Οι αμοιβές των 400 ευρώ, τελικά, δεν παρέχονται από τις επιχειρήσεις μέλη του ΣΕΒ, αλλά από περιθωριακές, μικρής κλίμακας επιχειρήσεις που δεν έχουν ανταγωνιστικότητα και αναγκάζονται να ζουν στην ημιπαρανομία, χωρίς ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς τίποτε».

Αντίθετος στην επαναφορά κατώτατων μισθών και συλλογικών συμβάσεων

Ωστόσο, αντιτάχθηκε στους σχεδιασμούς για αύξηση των κατώτατων αποδοχών μέσω των συλλογικών συμβάσεων που επανέρχονται σε ισχύ. «Ο ΣΕΒ θεωρεί ότι αυτές οι συλλογικές συμβάσεις με σωματεία "μαϊμούδες" και σφραγίδες είναι παράλογες. Ο ΣΕΒ θεωρεί ότι η επιχείρηση η ίδια μπορεί να διαπραγματευτεί με τους εργαζόμενους και να έχει μία σύμβαση που και να εξασφαλίζει καλά εισοδήματα στον εργαζόμενο και την επιχείρηση να κάνει παραγωγική και ανταγωνιστική σε εξαγώγιμα προϊόντα» σημείωσε.

Μάλιστα, ο πρόεδρος του ΣΕΒ υποστήριξε ότι «αυτό που προωθεί η κυβέρνηση, με συλλογικές συμβάσεις που δεν έχουν νόημα γιατί δεν λαμβάνουν υπόψιν τους την παραγωγικότητα της εργασίας, αλλά τίθενται κάποιοι μισθοί και κάποιες αμοιβές από τη μεριά σωματείων που δεν υφίστανται στην πράξη, δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε, είναι τελείως εναντίον αυτών των πραγμάτων. Όπως, επίσης, να μπορεί ο υπουργός να καθορίζει μισθούς οριζόντια και να φέρει τη χώρα σε έναν μη ανταγωνιστικό ορισμό των αμοιβών, όπως συνέβαινε τη δεκαετία του 2000 και φτάσαμε στο σημείο που φτάσαμε».

Ο κ. Φέσσας χρησιμοποίησε και σχετική αναφορά του Γερμανού Σοσιαλδημοκράτη Σ. Γκάμπριελ για το ότι στη Γερμανία επί Σρέντερ κάνανε την οικονομία ανταγωνιστική μειώνοντας τις ονομαστικές αμοιβές των εργαζόμενων, όταν στην Ελλάδα, χωρίς να ληφθεί υπόψιν κανέναν θέμα ανταγωνιστικότητας, έγινε αύξηση μεταξύ 2000 και 2007 κατά 40%. Επικαλέστηκε, δε, τη ρήση του κ. Γκάμπριελ ότι «αυτήν τη στιγμή ο Γερμανός εργαζόμενος έχει δουλειά και καλή αμοιβή και η οικονομία της Γερμανίας θεωρείται παράδειγμα για όλον τον κόσμο».