Την επέκταση του προγράμματος αγορών ομολόγων της έως το τέλος Σεπτεμβρίου του 2018 αποφάσισε σήμερα το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), με παράλληλη μείωση του μηνιαίου προγράμματος των μηνιαίων αγορών στα 30 δισ. ευρώ από 60 δισ. ευρώ σήμερα.

Παράλληλα, η ΕΚΤ άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να συνεχίσει το πρόγραμμα και μετά τον Σεπτέμβριο του 2018. Τα επιτόκια διατηρήθηκαν σταθερά στα σημερινά χαμηλά επίπεδα, με την επισήμανση ότι θα παραμείνουν σε αυτά για μεγάλη χρονική περίοδο.
 
Στη σημερινή συνεδρίασή του, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έλαβε, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες αποφάσεις νομισματικής πολιτικής:
 
1. Το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης και τα επιτόκια οριακής χρηματοδότησης και καταθέσεων θα παραμείνουν σταθερά στο 0,00%, 0,25% και -0,40%, αντίστοιχα. Το Διοικητικό Συμβούλιο συνεχίζει να αναμένει ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα παραμείνουν στα σημερινά επίπεδά τους για μία εκτεταμένη χρονική περίοδο και πολύ μετά τον ορίζοντα των αγορών ομολόγων.
 
2. Όσον αφορά στα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής, οι αγορές με βάση το πρόγραμμα αγορών τίτλων (APP) θα συνεχισθούν με τον τρέχοντα μηνιαίο ρυθμό των 60 δισ. ευρώ έως το τέλος Δεκεμβρίου 2017. Από τον Ιανουάριο του 2018, η πρόθεση είναι να συνεχισθούν οι καθαρές αγορές τίτλων με έναν μηνιαίο ρυθμό 30 δισ. ευρώ έως τον τέλος του Σεπτεμβρίου 2018, ή και μετέπειτα, εάν είναι αναγκαίο, και σε κάθε περίπτωση έως ότου το Διοικητικό Συμβούλιο δει μία βιώσιμη προσαρμογή στην πορεία του πληθωρισμού, που θα είναι συνεπής με τον στόχο της για τον πληθωρισμό. Εάν οι προοπτικές γίνουν λιγότερο ευνοϊκές, ή αν οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες δεν είναι συμβατές με μία περαιτέρω πρόοδο προς μίας βιώσιμη προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού, το Διοικητικό Συμβούλιο είναι έτοιμο να αυξήσει το APP αναφορικά με το μέγεθος και/ή τη διάρκειά του.
 
3. Το Ευρωσύστημα θα επενδύει ξανά τα κεφάλαια από τα ομόλογα που είχαν αγορασθεί με το πρόγραμμα APP, τα οποία ωριμάζουν, για μία παρατεταμένη χρονική περίοδο μετά το τέλος των καθαρών αγορών ομολόγων και, σε κάθε περίπτωση, για όσο αυτό κριθεί αναγκαίο. Αυτό θα συμβάλει τόσο στο να υπάρξουν ευνοϊκές συνθήκες ρευστότητας και σε μία κατάλληλη στάση της νομισματικής πολιτικής.