Ο στρατηγικός επενδυτής της Παγκρήτιας Τράπεζας και ιθύνων νους πίσω από την εκτίναξη της Τράπεζας Πειραιώς μιλάει εφ’ όλης της ύλης στο Fortune, σε μια άκρως αποκαλυπτική συνέντευξη.

Η συνέντευξη δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί την Τρίτη 10 Μαρτίου στα περίπτερα.

Στα γραφεία της LYKTOS GROUP στον έβδοµο όροφο, επί της οδού Μητροπόλεως, η θέα της πλατείας Συντάγµατος κερδίζει τις εντυπώσεις. Το ραντεβού µας µε τον Μιχάλη Σάλλα ορίστηκε στα μέσα Φεβρουαρίου, σε µια περίοδο που η επικαιρότητα ήταν γεµάτη από τραπεζικές εξελίξεις, καθώς οι συστηµικές τράπεζες δείχνουν να «σηκώνουν κεφάλι», να πραγµατοποιούν τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων και να βγαίνουν ξανά στις αγορές για να ενισχύσουν τη κεφαλαιακή τους βάση, την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη ο απαραίτητος τραπεζικός µετασχηµατισµός, υπό το βάρος του όγκου των µη εξυπηρετούµενων δανείων.

Ο καθηγητής Οικονοµετρίας του Παντείου Πανεπιστηµίου και στρατηγικός νους πίσω από την εκτίναξη της Τράπεζας Πειραιώς είναι ίσως ο καταλληλότερος για να συζητήσουµε τις τρέχουσες εξελίξεις στην οικονοµία και στο τραπεζικό σύστηµα. Είναι ο άνθρωπος που πήρε ένα «µαγαζάκι» στις αρχές της δεκαετίας του 1990, µε µερίδιο αγοράς µόλις 0,1%, δέκα καταστήµατα, 200 εργαζοµένους και ενεργητικό 80 εκατ. ευρώ, και αφού το έφερε στην κορυφή του τραπεζικού συστήµατος της Ελλάδας, παρέδωσε το 2016 την Τράπεζα Πειραιώς µε µερίδιο αγοράς 31%, πάνω από 20.000 εργαζόµενους και ενεργητικό τότε 90 δισ. ευρώ.

Είναι άλλωστε, όπως αποδεικνύει η διαδροµή του, ένας άνθρωπος που προσαρµόζεται σε κάθε εποχή και βλέπει µακριά στο µέλλον. Γεννηµένος στο Ηράκλειο Κρήτης το 1950, σπούδασε Οικονοµικές Επιστήµες στο Πανεπιστήµιο Αθηνών και πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήµιο της Χαϊδελβέργης. Σε ηλικία µόλις 24 ετών έλαβε πρόσκληση από τον Ανδρέα Παπανδρέου για να παραστεί στη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέµβρη και υπήρξε ένα από τα 74 ιδρυτικά µέλη του ΠΑΣΟΚ.

Το 1981, ο Μιχάλης Σάλλας ήταν ένας από τους ανθρώπους του ολιγοµελούς οικονοµικού γραφείου τού τότε πρωθυπουργού. Την περίοδο 1983-1987 διετέλεσε γενικός γραµµατέας του υπουργείου Εµπορίου και το 1987 έγινε διοικητής της ΕΤΒΑ, πριν ξεκινήσει η σταδιακή εκτίναξή του στους κορυφαίους του τραπεζικού συστήµατος. Ας µην ξεχνάµε πως ο Μιχάλης Σάλλας έχει διατελέσει πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και πρόεδρος της Επιτροπής Εκσυγχρονισµού του Τραπεζικού Συστήµατος το 1988-1989.

Ως βασικός µέτοχος της Παγκρήτιας Τράπεζα σήµερα, µιλάει στο Fortune εφ’ όλης της ύλης: για το νέο µοντέλο ανάπτυξης που απαιτείται να ακολουθήσει η χώρα, για το µέλλον των τραπεζών, για την απόφαση της Παγκρήτιας να µην αγοράσει τελικά την Praxia Bank, για τις διώξεις των τραπεζικών στελεχών και για την πιο κρίσιµη στιγµή της διαδροµής του, το 2013, όταν η Τράπεζα Πειραιώς απορρόφησε σε ένα βράδυ τις κυπριακές τράπεζες για να µην καταρρεύσει το τραπεζικό σύστηµα, όπως υποστηρίζει στην αποκαλυπτική συνέντευξη που µας παραχώρησε. Ακόµη απαντά στα περί «τραπεζικής βεντέτας» µε τον επικεφαλής της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα, µε αφορµή το πόρισµα για την Τράπεζα Πειραιώς, ενώ καταθέτει τις απόψεις του για το παρόν και το µέλλον της Ελλάδας µετά την κρίση και για το µεγαλύτερο πρόβληµα του πολιτικού συστήµατος στη χώρα.

Κύριε Σάλλα, αυτήν τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη ο τραπεζικός μετασχηματισμός με τιτλοποιήσεις NPEs, ενώ παράλληλα οι συστημικές τράπεζες βγαίνουν ξανά με αξιώσεις στις αγορές. Πώς βλέπετε αυτή την προσπάθεια; Πιστεύετε ότι με αυτές τις κινήσεις οι τράπεζες σύντομα θα μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία;
Τους τελευταίους µήνες βλέπουµε ότι οι εξελίξεις στην τραπεζική αγορά είναι πολύ θετικές. Οι τράπεζες ενισχύουν την κεφαλαιακή τους βάση µε την έκδοση οµολόγων Tier II, ενώ αντλούν κεφάλαια πιο φθηνά, µε χαµηλά επιτόκια, γεγονός που τους επιτρέπει περισσότερες κινήσεις και αυξηµένη ρευστότητα. Η προοπτική είναι θετική, αλλά απέχουµε ακόµη από το να πούµε ότι χρηµατοδοτούν την πραγµατική οικονοµία. Αν δεν αυξηθεί η παραγωγή στις τράπεζες, αν δεν υπάρξει ανάπτυξη και επέκταση των δραστηριοτήτων τους, το να δηµιουργήσουν από το συρρικνωµένο σήµερα ενεργητικό τους αύξηση κερδών, ώστε να βγουν πιο επιθετικά στην αγορά και να βοηθήσουν την οικονοµία, νοµίζω, είναι αδύνατο. Ας µην ξεχνάµε επίσης και τη «δαµόκλειο σπάθη» του DTC, που, για να αντιµετωπιστούν τυχόν κρατικοποιήσεις, χρειάζεται να δηµιουργηθούν τεράστια προ φόρων κέρδη.

Όλοι μιλούν για τα κόκκινα δάνεια, αλλά το τραπεζικό μας σύστημα φαίνεται ότι ακόμη αδυνατεί να παραγάγει κερδοφορία προ προβλέψεων. Μήπως χρειάζεται ευρύτερος εσωτερικός μετασχηματισμός που θα οδηγήσει τις τράπεζες σε έναν πιο σύγχρονο και λειτουργικό μοντέλο;
Το τραπεζικό σύστηµα έχει δυσκολία στο να αυξήσει τις δουλειές του και, κατά συνέπεια, την κερδοφορία του. Στην Ευρώπη σήµερα ο τραπεζικός κλάδος αντιµετωπίζει δυσκολίες, καθώς έχει επικρατήσει η τάση οι τράπεζες να µη θεωρούνται πλέον επιχειρηµατικές οντότητες, αλλά επιχειρήσεις «κοινής ωφελείας». Υπάρχει υπερρύθµιση στο τραπεζικό περιβάλλον, η οποία δηµιουργεί τεράστια γραφειοκρατία και οδηγεί σε επιπλέον δαπάνες, επιβαρύνοντας σηµαντικά τα λειτουργικά αποτελέσµατα των τραπεζών. Η λύση σε αυτή την κατάσταση είναι η επέκταση του ενεργητικού, δηλαδή να αυξηθούν οι εργασίες κάθε τράπεζας. Καινοτοµία και ηλεκτρονική τραπεζική είναι σίγουρα ένας τρόπος να επεκτείνει ένα πιστωτικό ίδρυµα τις εργασίες του, αλλά µένει να αποδειχθεί στο µέλλον το κατά πόσον θα επηρεάσουν κερδοφόρα τον κλάδο. Η Τράπεζα Πειραιώς είχε ξεκινήσει από το 2000 στην Ελλάδα την ηλεκτρονική τραπεζική µε την υπηρεσία Winbank και πράγµατι µε τα χρόνια δηµιούργησε µια σοβαρή προϊστορία στην ελληνική αγορά. Σήµερα όλο αυτό παίρνει άλλες διαστάσεις, µε τεράστιες επενδύσεις. Ο ψηφιακός µετασχηµατισµός είναι αναπόφευκτος, αλλά δεν νοµίζω ότι αυτή την περίοδο οι ελληνικές τράπεζες αντέχουν κάτι τέτοιο.

Η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος χαρακτηρίζει το σχέδιο «Ηρακλής» για τη μείωση των κόκκινων δανείων ως σημαντικό μεν, αλλά όχι επαρκές βήμα. Συμφωνείτε με αυτή την άποψη;
Κατ’ αρχάς, πρέπει να δοκιµάσουµε τον «Ηρακλή» στην πράξη. Είναι µια σηµαντική πρόταση για την αντιµετώπιση του ζητήµατος των κόκκινων δανείων. Στο παρελθόν είχαν διατυπωθεί και άλλες αξιόλογες προτάσεις που δεν συζητήθηκαν ποτέ. Με ορισµένες, µάλιστα, είχα ασχοληθεί και προσωπικά, όπως η πρόταση για την προστασία της πρώτης κατοικίας το 2015, η οποία ακόµη και σήµερα αν εφαρµοζόταν θα ήταν ένα θετικό βήµα για να αντιµετωπίσουµε το ζήτηµα. Το εγχείρηµα µε το APS «Ηρακλής» και τις τιτλοποιήσεις είναι πολύ θετικό, αλλά πολύπλοκο, και δεν υπάρχει εµπειρική γνώση σε κάτι παρόµοιο. Η τιτλοποίηση, οι πωλήσεις των junior και mezzanine tranches, η διακράτηση του senior κοµµατιού από τις τράπεζες, όλες οι ροές από και προς τους servicers και το κράτος, όπως και άλλα που θα εµφανίζονται µε τη ροή των προγραµµάτων των τιτλοποιήσεων, απαιτούν 100% αποτελεσµατικότητα για να αποδώσουν και πρέπει ο συντονισµός και η συνεργασία των εµπλεκόµενων µερών να είναι υψηλού επιπέδου και να χαρακτηρίζονται από την απουσία καθυστερήσεων, ελλείψεων και λαθών.

Αυτή η υπερρύθμιση του τραπεζικού συστήματος στην Ευρώπη είναι αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης;
H τάση είναι αυτή και προφανώς οφείλεται στην οικονοµική κρίση. Το αίτηµα του να έχεις υπερβολικά υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας µειώνει τόσο την αποδοτικότητα των κεφαλαίων όσο και το ενδιαφέρον επενδυτών για άντληση µετοχικών κεφαλαίων. Πριν από δέκα χρόνια η κεφαλαιακή επάρκεια στα επίπεδα του 8% ήταν αρκετή για τα πιστωτικά ιδρύµατα. Πλέον θα πρέπει µια τράπεζα να διαθέτει διπλάσια κεφάλαια για να θεωρείται αξιόπιστη. Στην κρίση οι τράπεζες δεν είχαν ως πρώτο στόχο την ανάπτυξη του ενεργητικού τους και της οικονοµίας, αλλά την αποκατάσταση των δεικτών τους. Αυτό σήµερα συνεχίζεται, και αν οι τράπεζες δεν στραφούν σε ανάπτυξη ενεργητικού και βελτίωση αποτελεσµατικών λογαριασµών, τουλάχιστον κάποιες θα οδηγηθούν σε κρατικοποίηση.

Στην τελευταία δημόσια ομιλία σας, στο πλαίσιο του Sparta Forum, αναφερθήκατε σε μια «άλλη πρόταση για την ανάπτυξη». Αν περνούσε άμεσα από το χέρι σας, σε ποιες στρατηγικές κινήσεις θα προχωρούσατε για να μπει η χώρα σε τροχιά ισχυρής ανάπτυξης;
Η µακροπρόθεσµη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της οικονοµίας και η επίτευξη ταχύτερων ρυθµών ανάπτυξης τα επόµενα χρόνια απαιτούν ένα άλλο µοντέλο ανάπτυξης. Όπως ανέφερα και στη Σπάρτη, η πρότασή µου εστιάζει σε τέσσερις άξονες: στη µείωση του πλεονάσµατος από το 3,5% µε στόχο τις δηµόσιες επενδύσεις, στη διασφάλιση και τη θεσµοθέτηση της αποδοτικής µείωσης της φορολογίας, στη διευκόλυνση των επενδύσεων κυρίως σε ΑΠΕ και στην αναβάθµιση των τουριστικών προϊόντων συνδυαστικά µε την ενίσχυση προϊόντων ελληνικής παραγωγής µέσω Συµβολαιακής Τραπεζικής. Και οι τέσσερις αυτές προτάσεις οδηγούν, κατά την άποψή µου, γρήγορα σε ρυθµούς ανάπτυξης υψηλότερους εκείνων που υλοποιούνται ή προβλέπονται για τα επόµενα χρόνια.

Το µεγαλύτερο πρόβληµα της Ελλάδας παραµένει η γραφειοκρατία. Η εκτίµηση που υπάρχει είναι ότι «τρώει» περίπου 6%-6,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο. Μιλάµε χρόνια γι’ αυτό το ζήτηµα, αλλά, για να λυθεί, χρειάζονται ριζικές αλλαγές στον κρατικό µηχανισµό και µεταρρυθµίσεις. Δεν µπορεί να χρειάζονται π.χ. δύο χρόνια για να πάρεις άδεια ανακαίνισης του εργοστασίου σου. Τελευταία γίνονται σηµαντικά βήµατα προς τη βελτίωση αυτής της κατάστασης. Αν θέλουµε πρόοδο, πρέπει να τελειώνουµε µε αυτήν την υπόθεση. Μέχρι το 2030 το ένα τρίτο της ενέργειας της χώρας πρέπει να προέρχεται από την αξιοποίηση των ΑΠΕ. Για να γίνει αυτό χρειάζεται να επενδυθούν συνολικά 45 δισ. ευρώ (ή, αλλιώς, 4,5 δισ. ευρώ ετησίως), κάτι που θα ενισχύσει το ΑΕΠ και θα αναβαθµίσει περιβαλλοντικά την Ελλάδα. Σκεφθείτε, λοιπόν, αν χρειάζονται δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί ένα µικρό πάρκο, τι θα γίνει µε όλες αυτές τις επενδύσεις;

Παρά την αναβάθμιση των προβλέψεων από την Κομισιόν για το ελληνικό ΑΕΠ το 2020, οι εκτιμήσεις απέχουν ακόμη από τον στόχο της ΤτΕ και του ΥΠΟΙΚ για ανάπτυξη 3%. Θεωρείτε διαρθρωτικά εφικτό έναν τέτοιο στόχο;
Ασφαλώς. Εξαιρετική ώθηση θα δώσει η αναβάθµιση σε επενδυτική βαθµίδα της χώρας από τους οίκους αξιολόγησης. Αρχικά θα επιτρέψει την αποδέσµευση της χώρας από τον στόχο για πρωτογενή πλεονάσµατα 3,5% και την ασφαλή διεκδίκηση µείωσής τους. Αυτό εκτιµώ ότι θα έχει πραγµατοποιηθεί το πολύ σε έναν χρόνο. Με τη µείωση του πρωτογενούς πλεονάσµατος στα επίπεδα του 2%-2,5%, το ύψος των επενδύσεων σε έργα υποδοµής θα ενισχυθεί σηµαντικά, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα της οικονοµίας.

Με την πολύχρονη πείρα σας συνολικά στον επιχειρηματικό χώρο, ποιοι τομείς θεωρείτε ότι θα πρωταγωνιστήσουν τα επόμενα χρόνια;
Η ελληνική οικονοµία πρέπει να επαναπροσδιορίσει το παραγωγικό της µοντέλο, από καταναλωτικό που ήταν µέχρι σήµερα, σε εξαγωγικό. Πρέπει να δοθεί έµφαση σε εξωστρεφείς κλάδους, στους οποίους έχουµε ανταγωνιστικό πλεονέκτηµα: στον τουρισµό, στη γεωργία, στη µεταποίηση τροφίµων, στην ενέργεια, στις µεταφορές, στα βασικά µέταλλα και ορυκτά, στα χηµικά και φαρµακευτικά προϊόντα. Ο πρωτογενής τοµέας, για παράδειγµα, είναι πολύ σηµαντικός, αλλά θέλει µεγαλύτερη οργάνωση όχι µόνο στην παραγωγική του δοµή, αλλά και στην εµπορική. Χρειάζεται να περάσουµε στη Γεωργία Ακριβείας, αλλά και να ενισχύσουµε αυτό που είχαµε ξεκινήσει στην Τράπεζα Πειραιώς, τη συµβολαιακή γεωργία. Είναι ένα µοντέλο που µπορούµε να δούµε άµεσα και στον τουρισµό. Εκεί τα περιθώρια ανάπτυξης και αναβάθµισης της παροχής των υπηρεσιών είναι ακόµη τεράστια. Επίσης, κρίσιµος είναι και ο τοµέας των µεταφορών. Για παράδειγµα, µε τις επενδύσεις της Fraport στα αεροδρόµια της χώρας βελτιώνονται η περιουσία και το εισόδηµα των κατοίκων των περιοχών. Αλλά και οι πρόσφατες επενδύσεις της AEGEAN είναι αποφασιστικής σηµασίας για την ενίσχυση του τουρισµού και της ελληνικής αγοράς.

Ωστόσο, το επενδυτικό «κενό» που πρέπει να καλύψει η ελληνική οικονομία παραμένει σημαντικό. Πώς θα έρθουν αυτές οι επενδύσεις στη χώρα;
Σίγουρα δεν έρχονται επενδύσεις µε το πάτηµα ενός κουµπιού. Το βασικότερο για τους επενδυτές είναι η εµπιστοσύνη, δηλαδή να καταλάβουν ότι η χώρα έχει µπει σε µια νέα φάση, χωρίς τον κίνδυνο της αποσταθεροποίησης, της κατάρρευσης περιουσιών ή της κρατικής αυθαιρεσίας. Ο επενδυτής πρέπει να αισθάνεται ασφάλεια και να µπορεί να σχεδιάσει σε ένα σταθερό φορολογικό και τίµιο δικαιικό σύστηµα.

Το 2017 πραγματοποιήσατε είσοδο ως στρατηγικός επενδυτής στην Παγκρήτια Τράπεζα. Έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια, τι πιστεύετε ότι έχει καταφέρει η τράπεζα και ποιες είναι οι βασικές σας στρατηγικές προτεραιότητες για το μέλλον της;
Η Παγκρήτια έχει τα χαρακτηριστικά µιας συνεταιριστικής τράπεζας µε 27 χρόνια ιστορία. Την τελευταία περίοδο έχει µπει σε πολύ καλό δρόµο. Να επισηµάνω, βέβαια, ότι προσωπικά συµµετέχω ως στρατηγικός επενδυτής και δεν συµµετέχω στο management της τράπεζας. Σε στρατηγικό επίπεδο, λοιπόν, υπάρχουν τοµείς στους οποίους η τράπεζα έχει βελτιώσει σηµαντικά την υποδοµή της. Σήµερα είναι σε θέση να ξέρει ακριβώς τι έχει, πώς θα δουλέψει και πώς θα προχωρήσει στην επόµενη φάση της. Γίνεται µια σύγχρονη τράπεζα, έτοιµη για τη σηµερινή εποχή, και κινείται προς την κατεύθυνση µετατροπής της από συνεταιριστική σε σύγχρονη εταιρική και εµπορική. Στο Α’ εξάµηνο του 2020 αυτή η φάση θα έχει ολοκληρωθεί και η Παγκρήτια Τράπεζα θα γίνει πιο λειτουργική, πιο αποτελεσµατική, πιο κερδοφόρα. Το ενδιαφέρον µας δεν είναι να γίνει µια µεγάλη τράπεζα, αλλά µια πολύ καλή τράπεζα, κοντά στον πελάτη, τον καταθέτη και τον επιχειρηµατία, τον οποίο θα βοηθήσει, θα συµβουλεύσει σωστά. Στην Κρήτη ξεκινούν µεγάλα έργα υποδοµής, όπως το νέο αεροδρόµιο, οι οδικοί άξονες κ.ά. Με την ολοκλήρωσή τους η Κρήτη αλλάζει κατηγορία. Γι’ αυτήν τη νέα περίοδο η Παγκρήτια Τράπεζα προετοιµάζεται εντατικά.

Πρόσφατα η Παγκρήτια Τράπεζα έδειξε ενδιαφέρον για την αγορά της Praxia Bank, αλλά οι διαπραγματεύσεις δεν ευοδώθηκαν και, τελικά, η Praxia κατέληξε σε συμφωνία με τη Viva. Μπορείτε να αποκαλύψετε τον βασικό λόγο που αποσύρατε το ενδιαφέρον σας;
Στην περίπτωση της Praxia δεν προχωρήσαµε, καθώς η στρατηγική βάσει της οποίας κινηθήκαµε ήταν η αποτίµησή της σύµφωνα µε την καθαρή θέση και η συµβολή της σε δικό µας συγκεκριµένο επιχειρηµατικό σχέδιο. Από την πλευρά της Viva, η αξία της Praxia εκτιµήθηκε υψηλότερα. Κατά συνέπεια, δεν είχαµε λόγο να συνεχίσουµε και να µη διευκολύνουµε την Praxia να βρει τη λύση την οποία είχε ανάγκη.

Πώς σχολιάζετε τις ποινικές διώξεις που στιγμάτισαν τον τραπεζικό κλάδο τα τελευταία χρόνια, αλλά και το «στενό» μαρκάρισμα των θεσμικών φορέων στα πιστωτικά ιδρύματα;
Το κλίµα που δηµιουργήθηκε από το 2014 και µετά προκάλεσε κολοσσιαία προβλήµατα στο τραπεζικό σύστηµα. Υπήρχε µεγάλη ευκολία στο να παραπέµπονται στελέχη τις περισσότερες φορές χωρίς λόγο, χωρίς να διαπιστώνεται δόλος, µε αποτέλεσµα να επικρατήσει µια κατάσταση αδράνειας στο τραπεζικό σύστηµα τα τελευταία χρόνια, καθώς τα στελέχη των τραπεζών οδηγήθηκαν στο να µην µπορούν να υπογράψουν ή να πάρουν εύλογο ρίσκο ή ευθύνη. Αυτή η κατάσταση είναι προϊόν της άδικης επίθεσης που έχει δεχτεί το τραπεζικό σύστηµα. Μία από τις µεγάλες έγνοιές µας τα χρόνια της κρίσης ήταν να µη χάσει ούτε ένα ευρώ ο Έλληνας καταθέτης. Και αυτό το τραπεζικό σύστηµα το κατάφερε. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την Τράπεζα Πειραιώς, η χώρα δεν θα µπορούσε να αντιµετωπίσει πολλά από τα προβλήµατα χωρίς τη βοήθειά της. Σε σηµαντικό βαθµό, αυτή η βοήθεια και η «πλάτη» που βάλαµε για να σωθεί η χώρα αποτέλεσαν, δυστυχώς, και τον βασικό λόγο για τον πόλεµο που ξέσπασε εναντίον µας. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που δείχνουν ότι ενόχλησε πολλούς η παρεµβατικότητα που είχαµε για τη διάσωση του τραπεζικού συστήµατος και την έξοδο της χώρας από την κρίση. Σε ό,τι αφορά το «στενό» µαρκάρισµα από τους εποπτικούς φορείς, υπήρχε πάντα. Την τελευταία, όµως, περίοδο εξαιτίας των προβληµάτων της κρίσης ήταν επόµενο ότι η παρουσία τους θα γινόταν πιο αισθητή.

Κύριε Σάλλα, το 2018 είχατε δηλώσει ότι η επαναφορά σας στο τραπεζικό τοπίο, μέσω της συμμετοχής σας στην Παγκρήτια Τράπεζα, οδήγησε στη στοχοποίησή σας. Σήμερα, δύο χρόνια μετά, θεωρείτε ότι, τελικά, υπήρχαν κακές προθέσεις ή σκοπιμότητες;
Ασφαλώς και υπήρχαν σκοπιµότητες. Όταν ακούγαµε, λόγου χάρη, στη Βουλή να καθυβρίζονται τα στελέχη του τραπεζικού συστήµατος της χώρας, αυτό διαµόρφωσε ένα κλίµα που επηρέασε πολλούς κύκλους και στοχοποίησε ιδιαίτερα εκείνους που είχαν ιστορικά παίξει ρόλο στην ανάπτυξη των ελληνικών τραπεζών. Δεν δηµιουργήθηκε καθόλου τυχαία η βιοµηχανία της «απιστίας» σε βάρος των τραπεζικών στελεχών.

Παρά το κλίμα, όμως, που δημιουργήθηκε, οι τράπεζες έχουν σημαντικές ευθύνες. Δεν θεωρείτε ότι έγιναν λάθη στον τραπεζικό τομέα;
Ασφαλώς και έγιναν λάθη. Υποβαθµίσαµε, για παράδειγµα, λόγω του ευρώ, τον δηµοσιονοµικό κίνδυνο, όπως έγινε και από διεθνούς αναλυτές και οικονοµικούς οργανισµούς. Δεν εντοπίσαµε, επίσης, εγκαίρως τη συσχέτιση της υπερχρέωσης του Δηµοσίου και των υψηλών ελλειµµάτων µε την ιδιωτική χρηµατοδότηση. Κατηγορηθήκαµε, επίσης, γιατί δεν αφήσαµε τη χώρα να καταρρεύσει και τις αποταµιεύσεις να χαθούν. Κατηγορήθηκα γιατί η Τράπεζα Πειραιώς απορρόφησε τις κυπριακές τράπεζες. Ήταν τέτοιες οι συνθήκες που, αν δεν προχωρούσαµε σε αυτή την ενέργεια, θα είχε διαλυθεί το τραπεζικό σύστηµα και θα είχε πτωχεύσει η χώρα. Η κίνηση αυτή έµεινε στην τραπεζική ιστορία, αλλά την πληρώσαµε εκ των υστέρων, καθώς προκάλεσε αντιδράσεις κυρίως από εκείνους που επιθυµούσαν την Ελλάδα εκτός ευρώ.

Πολλά μέσα ενημέρωσης έκαναν λόγο για «τραπεζική βεντέτα» με τον Γιάννη Στουρνάρα, με αφορμή το πόρισμα της ΤτΕ για την Τράπεζα Πειραιώς. Τι απαντάτε σε αυτό;
Με τον διοικητή της ΤτΕ έχω συνεργαστεί πολλά χρόνια και έχουµε συµφωνήσει σε σηµαντικά θέµατα, όπως αυτό της διάσωσης και της απορρόφησης των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα. Υπήρξαν, όµως, και θέµατα στα οποία είχαµε διαφορετική αντίληψη, όπως το πόρισµα της ΤτΕ για την Τράπεζα Πειραιώς. Άλλωστε, το έχω δηλώσει και δηµόσια, υπήρξαν και άλλα ζητήµατα στα οποία είχα διαφορετική προσέγγιση σε µακροοικονοµικό επίπεδο. Για παράδειγµα, για τη χρήση της πιστοληπτικής γραµµής µετά την έξοδο από τα προγράµµατα δηµοσιονοµικής προσαρµογής, κάτι στο οποίο διαφώνησα, ενώ υποστήριξα ότι δεν έπρεπε να γίνει. Αλλά, µε τον Γιάννη Στουρνάρα δεν έχουµε κάτι προσωπικό ούτε κάτι να χωρίσουµε. Νοµίζω ότι είναι πολύ περισσότερα αυτά τα οποία µας ενώνουν. Γνωριζόµαστε πάνω από 30 χρόνια. Ο ίδιος έκανε και κάνει µια επιτυχηµένη καριέρα στον δηµόσιο χώρο, ενώ εγώ «έχτισα» µια καριέρα στον ιδιωτικό επιχειρηµατικό τοµέα. Έχουµε διαφορετικές διαδροµές, αλλά συµπέσαµε τα τελευταία χρόνια στην κρίση του τραπεζικού κλάδου.

Έχετε υπάρξει ένα από τα 74 ιδρυτικά μέλη του ΠΑΣΟΚ, στον στενό πυρήνα συνεργατών του Ανδρέα Παπανδρέου τη δεκαετία του 1980, και μετέπειτα γενικός γραμματέας του υπουργείου Εμπορίου. Πώς βλέπετε σήμερα τη Σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη αλλά και τη συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ;
Νοµίζω ότι όλα τα κόµµατα έχουν αλλάξει. Κάθε περίοδος χαρακτηρίζεται από διαφορετικές συνθήκες και ιδιαιτερότητες. Η κοινωνία του 1981 δεν έχει καµία σχέση µε τη σηµερινή. Οι νέοι άνθρωποι έχουν αλλάξει πολύ. Τότε συγκεντρώνονταν στα πανεπιστήµια και σε µεγάλες εκδηλώσεις υπέρ της δηµοκρατίας. Αυτό σήµερα δεν υπάρχει, ενώ παράλληλα έχουν εκλείψει οι λόγοι γι’ αυτό. Ταξιδεύουν σε όλο τον κόσµο, ακούν και µορφώνονται περισσότερο. Ακόµη και τα πιο φτωχά παιδιά έχουν πρόσβαση στην πληροφορία, τη γνώση και την κατάρτιση. Άλλαξε η εποχή. Τώρα, όσον αφορά τη Σοσιαλδηµοκρατία, θα ήταν υπερφίαλο από πλευράς µου να σχολιάσω κάτι περισσότερο. Παρακολουθώ τις εξελίξεις όπως κάθε απλός πολίτης που διαβάζει και ενηµερώνεται για τα πράγµατα.

Ποια πιστεύετε ότι είναι η πιο βαριά ασθένεια του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα; Εσείς σκεφτήκατε ποτέ να ασχοληθείτε ενεργά με την πολιτική;
Όχι, δεν το σκέφτηκα ποτέ. Προέρχοµαι από εµπορική οικογένεια και πρώτη µου προτεραιότητα ήταν το επιχειρείν. Υπήρξε µια εποχή που ο Ανδρέας Παπανδρέου µε είχε τιµήσει και µε έκανε συνεργάτη του, ενώ διετέλεσα γενικός γραµµατέας του υπουργείου Εµπορίου και το 1987 διοικητής της ΕΤΒΑ. Υπήρξαν, επίσης, περίοδοι που λειτούργησα µε θεσµικό τρόπο, ως πρόεδρος της Επιτροπής Εκσυγχρονισµού του Τραπεζικού Συστήµατος και ως πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αλλά πάντα το µυαλό µου ήταν να γυρίσω στον ιδιωτικό τοµέα. Όσον αφορά την ασθένεια στο πολιτικό σύστηµα, για την οποία µε ρωτάτε, πιστεύω ότι δύο είναι τα µεγάλα προβλήµατα: η πελατειακή σχέση κοµµάτων-ψηφοφόρων και η µεγάλη απόσταση των κοµµάτων από την επιστηµονική-ορθολογική προσέγγιση των πραγµάτων. Χωρίς ινστιτούτα υποστήριξης και συνεργασία µε εξειδικευµένους φορείς, είναι δύσκολο για το πολιτικό σύστηµα να τύχουν επεξεργασίας και να υλοποιηθούν στρατηγικές λύσεις για την κοινωνία. Την τελευταία περίοδο γίνεται σηµαντική προσπάθεια να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Ελπίζω να έχει επιτυχία.

Το 2021 συμπληρώνονται 200 χρόνια σύγχρονης Ελλάδας. Η Ελλάδα στηρίχθηκε, από ιδρύσεως του κράτους, σε καταστροφές και θριάμβους. Μαθαίνουμε από τα λάθη μας; Η τελευταία οικονομική κρίση μάς δίδαξε κάτι;
Η ελληνική οικονοµική κρίση άφησε βαρύ το στίγµα της στη χώρα. Είναι µια ιστορία στην οποία χάνονταν σε ετήσια βάση εισοδήµατα 50-60 δισ. ευρώ και από πλευράς περιουσιακών στοιχείων ίσως πάνω από 500 δισ. ευρώ. Άρα δεν µιλάµε για απλά πράγµατα. Το γεγονός και µόνον ότι εξακολουθεί να λειτουργεί το τραπεζικό σύστηµα χωρίς απώλειες για τους καταθέτες αποτελεί τεράστια επιτυχία. Ας έρθουµε, όµως, σε αυτά που έχουν συµβεί στην Ελλάδα µετά το 1950. Νοµίζω ότι δεν έχουν συµβεί σε καµία άλλη χώρα. Είναι πολύ µεγάλη η πρόοδος σε όλα τα επίπεδα. Δρόµοι, µεταφορές, επίπεδο ζωής, µόρφωση, ασφάλεια, διεθνής παρουσία. Μην ξεχνάµε ότι δύο γενιές πίσω ήµασταν σε αποµόνωση, µε δικτατορία. Η Ελλάδα έχει ακόµη τεράστια περιθώρια ανάπτυξης, που δεν υπάρχουν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ασφαλώς θα µπορούσαµε να είχαµε κάνει πολλά περισσότερα. Μας στοίχισαν λάθη και παραλείψεις του παρελθόντος, ιδεοληψίες και ατολµία του πολιτικού συστήµατος, το λεγόµενο «πολιτικό κόστος». Ωστόσο, παρά τις κρίσεις, η Ελλάδα τα κατάφερε, µεγάλωσε και είµαι αισιόδοξος για τη συνέχεια.

Αν επιχειρούσατε έναν απολογισμό, ποια θεωρείτε ότι ήταν η πιο κρίσιμη επιχειρηματική στιγμή;
Η πιο κρίσιµη µέρα ήταν η 26η Μαρτίου 2013, όταν το Δ.Σ. της Τράπεζας Πειραιώς αποφάσισε να απορροφήσει τα καταστήµατα των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα. Καταλάβαµε ότι, αν δεν παρεµβαίναµε τότε, η χώρα δεν θα µπορούσε να σωθεί από τη χρεοκοπία και να µην κλείσει το τραπεζικό σύστηµα.

Tα μέσα ενημέρωσης σε κάθε σας κίνηση μετά την Τράπεζα Πειραιώς μιλούν για τη «μεγάλη επιστροφή Σάλλα». Αλήθεια, ένας επιχειρηματίας του δικού σας βεληνεκούς αποσύρεται ποτέ από την ενεργό δράση;

Κατ’ αρχάς, δεν µπορώ να είµαι αυτό που ήµουν. Και δεν το θέλω πια. Δεν εµπλέκοµαι σε διαχειριστικά θέµατα, όπως έκανα για 35 χρόνια, όταν µε µια οµάδα επιχειρηµατιών πήραµε µια τράπεζα µε µερίδιο 0,15% και τη φτάσαµε στο 31% της ελληνικής τραπεζικής αγοράς. Συνειδητά δεν µε αφορά πια το διαχειριστικό κοµµάτι και λόγω ηλικίας, αλλά και γιατί πιστεύω ότι η νέα γενιά µπορεί να «τρέξει» τις τράπεζες «οπλισµένη» µε περισσότερα προσόντα, αντοχές και πιο σύγχρονα εργαλεία. Αυτό που µε αφορά είναι το στρατηγικό και επενδυτικό κοµµάτι. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είµαι στην Παγκρήτια Τράπεζα.

Είστε βέρος Κρητικός. Τι σημαίνει η Κρήτη για εσάς; Τι πιστεύετε;

Η Κρήτη για τους Κρητικούς είναι κάτι παραπάνω από µια ιδιαίτερη πατρίδα. Ανεξάρτητα όµως απ’ αυτό, πιστεύω ότι η Κρήτη, µε τη σχεδιαζόµενη σήµερα στρατηγική της στις µεταφορές, στον ενεργειακό τοµέα, στην τουριστική αναβάθµιση, καλείται να παίξει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονοµίας.

ΠΩΣ ΒΛΕΠΕΙ Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΑΛΛΑΣ ΤΙΣ ΝΕΕΣ ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Οι περίοδοι που διένυσαν από το πρόσφατο παρελθόν οι ελληνικές τράπεζες είχαν πάντα μια καλή επενδυτική ιστορία. Υπήρχε κάτι πάντα που τις έκανε ελκυστικές στην ελληνική και διεθνή επενδυτική κοινότητα.

Στο σημείο αυτό που βρίσκεται το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα, με την έναρξη του 2020, μια ανάλογη επενδυτική ιστορία δεν είναι ανέφικτη, αλλά σχετικά δύσκολο να εξευρεθεί, διότι, πρώτον, οι τράπεζες είναι σε φάση εξυγίανσης και, δεύτερον, όλα τα περιθώρια ή τα κανάλια τραπεζικής δραστηριοποίησης έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί και κάποια έχουν ίσως εξαντληθεί. Δεν υπάρχει, ωστόσο, καμία αμφιβολία ότι αυτό που θα αποτελέσει «κλειδί» για τις τράπεζες τα επόμενα χρόνια είναι, πράγματι, η σωστή επιλογή του επιχειρηματικού τους μοντέλου από ένα διαθέσιμο πλήθος μοντέλων τραπεζικής λειτουργίας.

Έχουν το τελευταίο διάστημα παρατηρηθεί θεμελιώδεις μεταβολές, οι οποίες προκαλούνται από τις τεχνολογικές εξελίξεις και καινοτομίες στον τραπεζικό κλάδο, και οι οποίες, όπως πάντα, υπαγορεύονται από τις συναλλακτικές προτιμήσεις των πελατών.

Η Ελλάδα πάντα υπολειπόταν και είχε σημαντική χρονική υστέρηση έναντι των χωρών του εξωτερικού, αλλά τελικά, έπειτα από χρόνια, όλες οι τεχνολογίες και τα δεδομένα έρχονταν και εδώ. Αυτό που διαρκώς μεγαλώνει και όλοι οι τραπεζικοί όμιλοι το έχουν ως βασική τους στρατηγική επιλογή είναι ο λεγόμενος «ψηφιακός μετασχηματισμός» και, όπως φαίνεται, θα πρέπει να είναι η επιλογή και των ελληνικών τραπεζών ως η νέα τους επενδυτική ιστορία, καθώς υπαγορεύεται από τις εξελίξεις.

Οι απαιτήσεις για το εγχείρημα αυτό δεν είναι μικρές και ξεκινούν από τον ριζικό, πιθανόν, μετασχηματισμό των τραπεζικών εργασιών:

– Σημαντικές επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, συστήματα, υποδομές, ανθρώπινο δυναμικό.

– Αλλαγή και μετασχηματισμός του υφιστάμενου επιχειρηματικού μοντέλου.

– Εισαγωγή και υιοθέτηση νέων διαδικασιών και προτύπων που να μπορούν να αντεπεξέρχονται στο διαφορετικό, μη συμβατικό πλαίσιο συναλλαγών, που δεν απαιτεί επίσκεψη σε τραπεζικό κατάστημα.

– Εκπαίδευση, ενημέρωση και σίγουρα οργανωτική αναδιάρθωση του προσωπικού των τραπεζών.

– Ιδιαίτερο βάρος θα φέρουν (εκτός των Διευθύνσεων ΙΤ, Πληροφορικής κ.λπ.) οι Διευθύνσεις Διαχείρισης Κινδύνων, Ελέγχου και Compliance των τραπεζών και, βέβαια, τα στελέχη τους, τα οποία πρέπει και να διαθέτουν τις κατάλληλες γνώσεις και δεξιότητες, και να εκπαιδεύουν και να μεταφέρουν την digital κουλτούρα
στο υπόλοιπο προσωπικό.

– Έχουν υπάρξει πάρα πολλές αναφορές και εκθέσεις για το Cyber Risk, τον έμφυτο διαδικτυακό κίνδυνο στις εξ αποστάσεως τραπεζικές εργασίες, που είναι προαπαιτούμενο οι όσο το δυνατόν καλύτερες ικανότητες αναγνώρισης και διαχείρισης τέτοιων κινδύνων. Υπάρχουν, επομένως, πολλά θέματα που σε αυτήν τη φάση το ελληνικό τραπεζικό σύστημα πιστεύω ότι χρειάζεται χρόνο και πολλή δουλειά για τη διατύπωση ενός καινούργιου επενδυτικού story.

Πηγή: fortunegreece.com