Συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 4,7% το 2020 και μέτρια ανάκαμψη το 2021 και το 2022, με ανάπτυξη της τάξης του 2,5% και 3% αντίστοιχα, προβλέπει για την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας η Τράπεζα Εμπορίου και Ανάπτυξης Ευξείνου Πόντου (ΤΕΑΕΠ), σε ανάλυσή της για τον αντίκτυπο της πανδημικής κρίσης στις οικονομίες.

Σε αντίθεση με τα έτη 2017-2019, κατά τα οποία όλες οι χώρες της περιοχής παρουσίασαν κάθε έτος ανάπτυξη του ΑΕΠ, το 2020 όλες τους προβλέπεται να βιώσουν αρνητική ανάπτυξη. Ωστόσο, για το 2021, η τρέχουσα εκτίμηση είναι ότι και οι 12 χώρες θα παρουσιάσουν ανάπτυξη, «ακόμη και αν αυτή είναι μέτρια σε κάποιες περιπτώσεις» υπογραμμίζεται στο κείμενο της ανάλυσης, το οποίο έχει στη διάθεσή του το ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Οι αναλυτές υπολογίζουν ακόμα ότι το συνολικό ύψος των δημοσιονομικών μέτρων, που έλαβαν οι κυβερνήσεις της περιοχής, για να αντισταθμίσουν το σοκ στην οικονομία, εξαιτίας των lockdowns και των κλειστών συνόρων για την αποφυγή της εξάπλωσης του νέου κορονοϊού, αντιστοιχούν σε τουλάχιστον 125 δισεκατομμύρια δολάρια ή περίπου το 4-4,5% του ΑΕΠ της Μαύρης Θάλασσας.

Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, «την επαύριο της πανδημικής κρίσης της Covid-19, η παγκόσμια οικονομία μπορεί να αναδυθεί λιγότερο εξαρτημένη από την κατανάλωση και άρα και λιγότερο εξαρτημένη από το χρέος, πιο ισορροπημένη, πιο πράσινη και πιο αειφόρος. Ωστόσο, η πανδημία ενδέχεται επίσης να επιδεινώσει προϋπάρχουσες της κρίσης γεωπολιτικές και οικονομικές εντάσεις και να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το διεθνές οικονομικό σύστημα. Ενδέχεται να χρειαστεί χρόνος και υπομονή, για τη στροφή σε ένα νέο οικονομικό μοντέλο και για την ανάδυση μιας νέας κανονικότητας. Οι συνέπειες είναι δύσκολο να προβλεφθούν, καθώς ενώ αρχικά ο αντίκτυπος της πανδημικής κρίσης ήταν συμμετρικός, οδηγώντας σε lockdowns, οι επιπτώσεις θα επηρεάσουν ασύμμετρα χώρες, περιοχές και τη διεθνή τάξη».

Αναλυτικότερα, οι αρχικές προβλέψεις της ΤΕΑΕΠ, προ Covid-19, για την πορεία των οικονομιών της περιοχής το 2020 ήταν για πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 2,4%. Κι αυτό διότι, όπως επισημαίνεται στην ανάλυση, παρά τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα παγκοσμίως, οι υπερ-χαλαρές («ultra-loose») πιστωτικές συνθήκες και η αναμενόμενη σταθεροποίηση της οικονομικής δραστηριότητας στην ΕΕ, θεωρούνταν παράγοντες που πιθανώς θα βελτίωναν τις αναπτυξιακές προοπτικές της περιοχής, σε σχέση με το 2019. Ωστόσο, το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού και τα lockdowns είχαν -όπως ήταν αναμενόμενο- σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στην οικονομική δραστηριότητα στη Μαύρη Θάλασσα.

Η επιτυχής αντιμετώπιση της πανδημίας ίσως περιορίσει την έκταση της ζημίας στην οικονομία

Πάντως, παρά το γεγονός ότι ο αστάθμητος παράγοντας της πανδημίας ανέτρεψε τις αρχικές προβλέψεις για την ανάπτυξη το 2020, η θεωρούμενη ως θετική ανταπόκριση των χωρών της περιοχής, με άμεσες ενέργειες για τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορονοϊού διαμορφώνουν προσδοκίες για περιορισμό της έκτασης της ζημίας στις οικονομίες τους. «Όλες οι περιφερειακές οικονομίες πραγματοποίησαν lockdown τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο και άρχισαν να ανοίγουν σταδιακά, τον Μάιο και τον Ιούνιο. Σε σχέση με τη δυτική Ευρώπη και άλλες περιοχές που χτυπήθηκαν σκληρά, οι χώρες της Μαύρης Θάλασσας αντιμετώπισαν την πανδημία με σχετική επιτυχία και τα περισσότερα κράτη της περιοχής αξιολογούνται πολύ ευνοϊκά σε ό,τι αφορά τα κρούσματα και τους θανάτους που μπορούν να αποδοθούν στην πανδημία. Αυτή η καλύτερη από το αναμενόμενο ανταπόκριση στην πανδημία και το σταδιακό άνοιγμα της οικονομίας που επιχειρείται, δημιουργούν ελπίδες ότι η έκταση της ζημίας στις οικονομίες της Μαύρης Θάλασσας θα περιοριστεί και οι φόβοι για μόνιμη ζημία σε κάποιους τομείς, που θα είχε ως αποτέλεσμα μιας μακράς διάρκειας ή ακόμα και μόνιμη απώλεια στη δυνατότητα δημιουργίας πλούτου, δεν θα επιβεβαιωθούν», υπογραμμίζεται στην ανάλυση της ΤΕΑΕΠ.

«Αν η συρρίκνωση της οικονομίας περιοριστεί στο -5%, αυτό θα είναι σχετική επιτυχία»

Όπως ξεκαθαρίζουν, ωστόσο, οι αναλυτές, κάθε πρόβλεψη για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα σε ό,τι αφορά τις οικονομίες, παρουσιάζει υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, λόγω των αστάθμητων παραγόντων, που σχετίζονται με την εξέλιξη της πανδημίας. Αναλόγως του πώς θα εξελιχθεί η Covid-19 στους επόμενους μήνες και μέχρι να τεθεί υπό πλήρη έλεγχο (χάρη στην ανακάλυψη φαρμακευτικής αγωγής ή εμβολίου), δεν αποκλείεται να υπάρξουν νέοι «γύροι» οικονομικής δυσκολίας και η παρατεινόμενη αβεβαιότητα να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη νέα επενδυτική δραστηριότητα και να προκαλέσει αρρυθμίες στο εμπόριο, τις εφοδιαστικές αλυσίδες και άλλες οικονομικές δραστηριότητες. «Ο περιορισμός της συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας στο -5% θα είναι μια σχετική επιτυχία και θα πρέπει να θέσει το θεμέλιο για μια ισχυρότερη ανάπτυξη μετά το 2021», επισημαίνουν οι αναλυτές.

Κι αν υπάρξει ένα επίμονο σοκ ως προς τη ζήτηση στην οικονομία και η αγοραστική «όρεξη» των καταναλωτών αργήσει να επανέλθει; Σε αυτή την περίπτωση, σημειώνουν οι αναλυτές, ενδέχεται να χρειαστούν χρόνια, ώστε οι οικονομίες να ανακάμψουν και να επιστρέψουν στα προ κρίσης επίπεδα. Κι αυτό διότι οι τιμές θα μειωθούν περαιτέρω, η ανεργία θα παραμείνει υψηλή, οι επενδύσεις θα καθυστερήσουν ή θα προσανατολιστούν αλλού, η εταιρική κερδοφορία θα συρρικνωθεί και στο μεσοδιάστημα οι οικονομικές δομές ενδέχεται να αλλάξουν με τρόπο μη αναστρέψιμο. Η δε πιθανή μετεγκατάσταση παραγωγικών εγκαταστάσεων επιχειρήσεων μακριά από τις χώρες χαμηλού κόστους της Ασίας και η επιστροφή τους στην Ευρώπη ή τις ΗΠΑ, ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα αλλαγές τις εργασιακές σχέσεις και τη βιομηχανική οργάνωση, προσαρμογή των εφοδιαστικών αλυσίδων και των μεθόδων παραγωγής, με μεγαλύτερη αυτοματοποίηση. Το δε ηλεκτρονικό εμπόριο και η απομακρυσμένη εργασία ίσως εξελιχθούν στα επικρατούντα στοιχεία των μεταπανδημικών κοινωνιών. Αν όμως αυτή η τάση συνδυαστεί με προσεκτικά μελετημένες πολιτικές, τότε ενδέχεται να διευκολυνθεί η μετάβαση προς μια πιο «πράσινη» και αειφόρο οικονομία, με την τεχνολογία -συμπεριλαμβανομένων των τεχνολογιών πληροφορικής και της βιοτεχνολογίας- να λειτουργούν σαν ατμομηχανές ανάπτυξης.

Σε σχέση με τον ρόλο των Πολυμερών Αναπτυξιακών Τραπεζών (MDBs), στις οποίες ανήκει και η ΤΕΑΕΠ, οι αναλυτές υπενθυμίζουν ότι αυτές ανακοίνωσαν πρωτοβουλίες για να υποστηρίξουν τις χώρες όπου δραστηριοποιούνται, ώστε να αντιμετωπίσουν τα άμεσα και μεσοπρόθεσμα υγειονομικά και οικονομικά θέματα, που προέκυψαν εξαιτίας της πανδημίας. Άλλωστε, στη διάρκεια των δύο προηγούμενων μεγάλων οικονομικών κρίσεων (την παγκόσμια του 2008 και την κρίση χρέους στην Ευρώπη το 2012), οι MDBs αύξησαν την αμέσως επόμενη ημέρα τις δεσμεύσεις τους, ανταποκρινόμενες στην κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης (για χρηματοδοτήσεις) και στην έκκληση προς αυτές να λειτουργήσουν αντικυκλικά, προκειμένου να μετριαστούν οι χειρότερες επιπτώσεις (σ.σ.η αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική συνίσταται σε μείωση των δαπανών ή/και αύξηση των φόρων κατά τις περιόδους σημαντικής επέκτασης της οικονομίας και σε αύξηση των δαπανών (ή/και μείωση φόρων) κατά τη διάρκεια των περιόδων ύφεσης).

Η ΤΕΑΕΠ ιδρύθηκε το 1999, ως οικονομικός πυλώνας του οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας Ευξείνου Πόντου (ΟΣΕΠ). Σήμερα, η Τράπεζα έχει έδρα στη Θεσσαλονίκη, ενώ στο μετοχικό της κεφάλαιο μετέχουν 11 χώρες: Ελλάδα, Ρωσία, Τουρκία (με τα μεγαλύτερα μερίδια), Αζερμπαϊτζάν, Αλβανία, Αρμενία, Βουλγαρία, Γεωργία, Μολδαβία, Ουκρανία και Ρουμανία.