Η τριμηνιαία έκθεση για τους κινδύνους των συστημικών τραπεζών της Ευρωζώνης από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ) παρουσιάζει τις ελληνικές τράπεζες να υστερούν ακόμα στους ρυθμούς ανάπτυξης, σε σχέση με τις υπόλοιπες.

Αυτό οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στο μεγάλο απόθεμα κόκκινων δανείων, το οποίο μειώνουν ταχύτατα μέσω τιτλοποιήσεων, χτυπώντας, όμως, έτσι, κερδοφορία και κεφάλαια. Και ακόμα, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν τα περισσότερα κόκκινα δάνεια, σχεδόν εξαπλάσια, από το μέσο όρο της Ευρωζώνης.

Στο β’ τρίμηνο του 2021, οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες αύξησαν την πιστωτική επέκταση και ενίσχυσαν σημαντικά την κερδοφορία τους, διατηρώντας ταυτόχρονα υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και μικρούς δείκτες κόκκινων δανείων. Οι ελληνικές τράπεζες "έγραψαν” το κόστος των τιτλοποιήσεων και των μεγάλων προβλέψεων για τα κόκκινα δάνεια, περιορίζοντας τους δείκτες κερδοφορίας και κεφαλαίων.

Πανευρωπαϊκά, αλλά και στην Ελλάδα, εμφανίζεται αυξανόμενη ζήτηση για στεγαστικά δάνεια. Οι τράπεζες έχουν αυξήσει τις χορηγήσεις δανείων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ παρατηρείται επιβράδυνση στα δάνεια προς τις μεγάλες επιχειρήσεις. Το τελευταίο οφείλεται στο γεγονός ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις προχωρούν σε εκδόσεις ομολόγων και αποπληρώνουν τραπεζικό δανεισμό.

Τα βασικότερα συμπεράσματα που προκύπτουν από την έκθεση της ΕΒΑ για τις ελληνικές τράπεζες είναι τα εξής:

Πρώτον, παρουσιάζουν τετραπλάσιο ποσοστό στα δάνεια που εμφανίζουν καθυστέρηση, μολονότι εντάχθηκαν σε προγράμματα αναστολής δόσεων ή επιδοτήσεων. Ο δείκτης υποτροπιασμού αυξήθηκε το β’ τρίμηνο στο 15,6% από 14,1% το α’ τρίμηνο του έτους, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρωζώνη κυμαίνεται γύρω στο 4%. Στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών από την πανδημία, δάνεια περίπου 9 δισεκ. ευρώ τελούν υπό κάποιο είδος προστασίας και διευκόλυνσης πληρωμών (π.χ. πρόγραμμα Γέφυρα, προγράμματα step-up των τραπεζών). Το 40% περίπου των κόκκινων δανείων και το 9% των εξυπηρετούμενων δανείων τελούν υπό κάποιο καθεστώς ρύθμισης, γεγονός που τα καθιστά υψηλού πιστωτικού κινδύνου. Παράλληλα, στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου (στάδιο 2 και στάδιο 3) κατατάσσονται περίπου το 13% και 20% αντίστοιχα των δανείων.

Δεύτερον, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν μεγάλη εξάρτηση σε κρατικά ομόλογα (περίπου 35 δισ. ευρώ) που αντιστοιχούν περίπου στο 26% του ενεργητικού τους. Όπως αναφέρει η ΕΒΑ για όλες τις τράπεζες, ο κίνδυνος του πληθωρισμού και πιθανή άνοδος των αποδόσεων θα προκαλέσουν μείωση των τιμών και ζημιές από τις αποτιμήσεις τους.

Τρίτον, οι τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων μείωσαν τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας CET1 (fully loaded) στο 10,8% από 12,1% στο α’ τρίμηνο, όταν στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, τα κεφάλαια αυξήθηκαν λόγω της κερδοφορίας.

Τέταρτον, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν τον υψηλότερο δείκτη εσόδων από επιτόκια προς το σύνολο των λειτουργικών εσόδων, ξεπερνώντας το 100%. Αυτό, όμως, όπως φαίνεται από την ανάλυση της ΕΒΑ, είναι τεχνικό. Προκύπτει από τις ζημίες στα λειτουργικά έσοδα λόγω των τιτλοποιήσεων. Έτσι, καθώς μειώνεται ο παρονομαστής, αυξάνεται το κλάσμα από τα υπόλοιπα κομμάτια των λειτουργικών εσόδων, όπως το trading ομολόγων και οι προμήθειες.

Πέμπτον, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν υψηλό κόστος, με τον δείκτη έξοδα προς έσοδα να είναι σχεδόν διπλάσιος από εκείνον της Ευρωζώνης. Ταυτόχρονα, παρουσιάζεται αρνητική παραγωγικότητα του προσωπικού. Όπως, όμως, εξηγεί η ΕΒΑ, αυτό οφείλεται στα μεγάλα κόστη που έχουν γράψει οι ελληνικές τράπεζες κατά τη διάρκεια ενός ταχύτατου μετασχηματισμού, όπου τόσο οι τιτλοποιήσεις όσο οι εθελουσίες αλλά και οι αναδιαρθρώσεις έχουν αυξήσει τα έξοδα. Το όφελος από τις ενέργειες αυτές θα εμφανιστεί στα επόμενα τρίμηνα.

Πηγή:capital.gr/