Την άρση των εξαιρετικά δεσμευτικών και αντιπαραγωγικών κριτηρίων επιλογής προσώπων για τη στελέχωση των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών – απόρροια μιας περιόδου έντονης δυσπιστίας στη χώρα και στο τραπεζικό της σύστημα από πλευράς Ευρωπαίων εταίρων τα προηγούμενα χρόνια -, προβλέπει το νομοσχέδιο για το ΤΧΣ που βρίσκεται υπό διαβούλευση.

Την ίδια στιγμή, ωστόσο, το ν/σ δεν φαίνεται να υποστηρίζει πλήρως την κυβερνητική θέση (που έχουν, άλλωστε, ασπαστεί και οι επενδυτές) ότι η κρίση στην ελληνική οικονομία και τις τράπεζες έχει παρέλθει, καθώς διατηρεί αδικαιολόγητα μία αναχρονιστική διάταξη που αποκλείει από τα ΔΣ των τραπεζών όλα τα στελέχη από όλο τον δημόσιο τομέα. Ανάλογη διάταξη δεν υπάρχει σε καμία άλλη χώρα της ΕΕ, ούτε και προβλέπεται από τις εποπτικές αρχές (ΕΚΤ/SSM).

Με τη χώρα και τις συστημικές της τράπεζες να έχουν ξεπεράσει την κρίση που οδήγησε στην ανακεφαλαιοποίησή τους, κατά βάση με κρατικό χρήμα, το 2015 και στο αποκορύφωμα των περίπου 107 δισ. ευρώ κόκκινων δανείων το 2016, το ν/σ ορθά καταργεί τους περιοριστικούς και μονοδιάστατους όρους για την επιλογή των μελών στα ΔΣ των τραπεζών. Η κατάργηση των εξεζητημένων και άσκοπων προϋποθέσεων fit & proper δεν δημιουργεί τον κίνδυνο «επιστροφής ζόμπι» στις τράπεζες, σύμφωνα με κάποια σχόλια που είδαν το φως της δημοσιότητας. Και αυτό, διότι ο διορισμός των μελών στα ΔΣ των τραπεζών εγκρίνεται από τον SSM με βάση τον Κανονισμό (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (“CRR”) που προβλέπει και για την εταιρική διακυβέρνηση των τραπεζών.

Επομένως, με την κατάργηση των ασφυκτικών και παράλογων κριτηρίων επιλογής, τα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών θα μπορούν να εμπλουτιστούν με την πείρα, την τεχνογνωσία και τις ιδέες στελεχών από ένα ευρύ φάσμα της οικονομικής, κοινωνικής και ακαδημαϊκής/επιστημονικής ζωής. Πράγμα που είναι όχι απλά αναγκαίο, αλλά και πολύτιμο για τη λειτουργία των τραπεζών στο νέο, απαιτητικό και πολυδιάστατο πεδίο όπου καλούνται να δραστηριοποιηθούν. Η αναγκαιότητα για την πολυμορφία των ΔΣ αποτυπώνεται και στον αυξημένο ρόλο που αποδίδει ο SSM στα μη εκτελεστικά μέλη των διοικητικών συμβουλίων. Στα μέλη αυτά αποδίδεται ο ρόλος του «εμπνευστή» ιδεών και στρατηγικών κατευθύνσεων τις οποίες θα κληθούν να υλοποιήσουν τα εκτελεστικά μέλη.

Παραδόξως, ωστόσο, και χωρίς να επιβάλλεται από τον SSM ή τους λοιπούς Ευρωπαίους εταίρους, το προτεινόμενο νομοσχέδιο εξαιρεί εκ προοιμίου και χωρίς να εξετάζει αν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων, όλο το στελεχιακό δυναμικό του δημόσιου τομέα.

Ειδικότερα, στο άρθρο 11 του ν/σ, που αφορά στα ειδικά δικαιώματα του ΤΧΣ και αποτελεί τροποποίηση του άρθρου 10 του ν. 3864/2010, προβλέπεται ότι κάθε μέλος (του διοικητικού συμβουλίου και των επιτροπών του πιστωτικού ιδρύματος) πρέπει να μην ασκεί, ούτε να του έχει ανατεθεί κατά τα τελευταία τέσσερα (4) χρόνια πριν τον διορισμό του, σημαντικό δημόσιο λειτούργημα, όπως Αρχηγού του Κράτους ή Προέδρου της Κυβέρνησης, ανώτερου πολιτικού αξιωματούχου, ανώτερου κυβερνητικού, δικαστικού ή στρατιωτικού υπαλλήλου, ή σημαντική θέση ως ανώτερου στελέχους δημοσίων επιχειρήσεων ή στελέχους πολιτικού κόμματος.

Δηλαδή, αν π.χ. κάποιος εγγραφεί στο μεθαυριανό συνέδριο τη ΝΔ ως μέλος για να παρακολουθήσει, αποκλείεται επί μια τετραετία από την ενασχόληση με ΔΣ τράπεζας. Ή αν ένας καθηγητής, οικονομολόγος, νομικός, μηχανικός, δικαστικός, στρατιωτικός θητεύσει για ένα μήνα ως γενικός Γραμματέας ή Υπουργός επόμενης υπηρεσιακής κυβέρνησης, δεν μπορεί να διοριστεί για μια τετραετία μέλος ΔΣ τράπεζας.

O αποκλεισμός οποιουδήποτε έχει περάσει έστω και μία μέρα από τον δημόσιο τομέα στην τετραετία που ορίζει το ν/σ, δεν υφίσταται σε κανένα άλλο μέλος της ΕΕ ούτε συνιστά κριτήριο fit & proper στην ουσία του (γνώση αντικειμένου, εμπειρία, καλή φήμη, ανεξαρτησία – μη σύγκρουση συμφερόντων, ικανός χρόνος για να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του). Εκτός αυτού, τα κριτήρια fit & proper είναι κατ΄ εξοχήν υπόθεση εσωτερικής έννομης τάξης, δηλαδή ρυθμίσεων εταιρικού δικαίου.

Το ζητούμενο είναι να εξετάζεται αν υπάρχει έλλειψη γνώσεων ή σύγκρουση συμφερόντων και αυτό να συνιστά το κριτήριο αποκλεισμού. Το ν/σ προβλέπει ορθά ότι «κάθε μέλος ΔΣ πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να δηλώνει όλες τις οικονομικές διασυνδέσεις με το πιστωτικό ίδρυμα πριν από τον διορισμό του. Η αρμόδια αρχή πρέπει να έχει επιβεβαιώσει την ικανότητα και καταλληλότητά του για τη θέση, όπου αυτό προβλέπεται. Επιπλέον, οποιαδήποτε καταδίκη ή άσκηση ποινικής δίωξης με αμετάκλητο βούλευμα για αδικήματα που σχετίζονται με το οικονομικό έγκλημα αποτελεί λόγο παύσης της θητείας του μέλους».

Αναμφίβολα, εφόσον διατηρηθεί, η διάταξη του ν/σ περί αποκλεισμού των δημοσίων λειτουργών από μέλη των ΔΣ τραπεζών θα σηματοδοτήσει ένα μόνιμο στίγμα και έναν συνεχή «ευτελισμό» του πολιτικού συστήματος ενός κράτους – μέλους της ΕΕ για το πώς χειρίστηκε ατυχώς την κρίση του 2015.

Εάν για κάποιο λόγο κρίνεται σκόπιμο να παραμένουμε το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης και οι εξυγιασμένες ελληνικές τράπεζες να μην χειραφετηθούν σε επίπεδο εταιρικής διακυβέρνησης, τότε ο αποκλεισμός που προβλέπει το ν/σ θα μπορούσε να περιοριστεί μόνο στα εκτελεστικά μέλη των ΔΣ των τραπεζών. Και αυτό, για να μην αγνοηθεί και ο ενισχυμένος ρόλος που αποδίδει ως εποπτική αρχή των ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών ο SSM, στα μη εκτελεστικά μέλη των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών για την πολυμορφία της σύνθεσης των ΔΣ και τη συμβολή τους με διαφορετικές επαγγελματικές εμπειρίες και κουλτούρες από την στενά τραπεζική τεχνική.