Το Σάββατο αναμένεται να τεθεί επί τάπητος το ζήτημα του ελληνικού χρέους στο περιθώριο της συνόδου των G7, η οποία πραγματοποιείται ήδη στον Καναδά. Για αύριο έχει προγραμματιστεί η συνεδρίαση του Washington Group με επίκεντρο το ελληνικό χρέος και τις τρεις εκθέσεις βιωσιμότητας (DSA) που συντάσσουν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η EKT και το ΔΝΤ.

Του Γιάννη Αγουρίδη

Το βασικό επίδικο συνδέεται με τη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα και με το «γεφύρωμα» των διαφορών που το χωρίζει από τη Γερμανία.

Πάντως, σε περίπτωση που το ΔΝΤ δεν μείνει ικανοποιημένο από την προτεινόμενη λύση, τότε αυτό θα οδηγήσει στο ότι θα πρέπει να εξαγοραστούν από τον ESM τα 12 δισ. που έχει δανείσει στην Ελλάδα, με τη χώρα μας να κερδίζει τουλάχιστον 2 και πλέον ποσοστιαίες μονάδες στο επιτόκιο.

Σε κάθε περίπτωση, έχει ξεκαθαριστεί ότι το Ταμείο θα διατηρήσει τον ρόλο τεχνικού συμβούλου στην Ελλάδα, κάτι το οποίο θα μειώσει τη δυνατότητα παρέμβασής του προφανώς, αλλά δεν θα πάψει να υφίσταται η παρουσία του στη χώρα μας. Φαίνεται ότι κάτι τέτοιο θα έδινε ακόμη μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας στην κυβέρνηση για να μην εφαρμόσει τα μέτρα για τα οποία έχει δεσμευτεί εξαιτίας τής μέχρι τώρα παρουσίας του στο ελληνικό πρόγραμμα και αυτό αποτελεί ισχυρό κίνητρο.

Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι αναλυτές ισχυρίζονται πως η «στάμπα» παραμονής του Ταμείου στην Ελλάδα θα έδινε σήμα στις αγορές ότι το ελληνικό χρέος καθίσταται πλέον βιώσιμο. Το αντεπιχείρημα αναφέρει πως με το απαραίτητο «μαξιλάρι» των 18 δισ. ευρώ, το οποίο είναι σχεδόν έτοιμο, δεν πρόκειται να υπάρξουν αναταράξεις μετά την 20ή Αυγούστου.

Με τα τωρινά δεδομένα, για να καταστεί εξυπηρετήσιμο το ελληνικό χρέος θα πρέπει να δοθεί μια «καλή» επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής για τα δάνεια του EFSF, τα οποία φτάνουν τα 130 δισ. Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, η Γερμανία επιμένει σε επιμήκυνση έως 5 χρόνων, ενώ από τις άλλες πλευρές ασκούνται πιέσεις για πάνω από 10 χρόνια.

Σε σχέση με το γαλλικό μηχανισμό, πλέον είναι σαφές πως δε θα είναι αυτόματος, αλλά πολύ δύσκολα μπορεί να τεθεί ως προϋπόθεση κάτι παραπάνω από την τήρηση των ορίων για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος, ενώ παράλληλα θα πρέπει να τηρούνται και οι συνθήκες που επιθυμεί το ΔΝΤ.