Άνοιξε για τα καλά η συζήτηση για νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, εντός του 2022, παρ’ ότι ακόμη δεν έχει εφαρμοστεί η απόφαση του Ιουλίου για αύξηση 2%, που θα διαμορφώσει τις κατώτατες απολαβές στον ιδιωτικό τομέα (για πλήρη απασχόληση) στα 663 ευρώ μεικτά. Μάλιστα, πλέον, στο κυβερνητικό επιτελείο αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο για σημαντικά υψηλότερη από το 2% αύξηση.

Μετά το οικονομικό επιτελείο, αλλά και τον ίδιο τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, χθες, και ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών Στέλιος Πέτσας αναφέρθηκε στο θέμα, εκφράζοντας τη βεβαιότητά του ότι η δεύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού θα είναι πολύ πάνω από το 2% που θα ισχύσει από Γενάρη.

Μιλώντας στον ΣΚΑΙ, ο κ. Πέτσας επεσήμανε ότι για την αύξηση θα ληφθούν υπόψη ο πληθωρισμός, ο ρυθμός ανάπτυξης, αλλά και οι δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας για να συμπληρώσει ότι «όπως καταλαβαίνουμε με έναν ρυθμό ανάπτυξης που -κατά την εκτίμηση τη δική μου, θα πλησιάζει το 8% φέτος, δεν μπορούμε να μιλάμε για αύξηση 2%».

Να σημειωθεί ότι, αντίστοιχες συζητήσεις για αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, λόγω και της ανόδου του πληθωρισμού αλλά και της δραματικής αύξησης στις τιμές της ενέργειας, έχουν ξεκινήσει και σε Γαλλία και Ισπανία, ενώ το 2021, 17 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προχώρησαν σε αύξηση του κατώτατου μισθού, εκ των οποίων οι 14 τον είχαν αυξήσει και το 2020 σε σχέση με το 2019.

Ήδη, στους κόλπους των εργοδοτικών φορέων, η συζήτηση για μια πιθανή, περαιτέρω αύξηση εντός του 2022 και μάλιστα υψηλότερη από αυτή του 2%, που θα εφαρμοστεί στις αρχές του νέου έτους, έχει ξεκινήσει. Άλλωστε, και κατά την διαβούλευση που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Άνοιξη, είχε αναπτυχθεί η θέση, για αυξήσεις «περιορισμένης κλίμακας» είτε μέσω του κατώτατου μισθού, είτε και μέσω της περαιτέρω μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών.

Σε αυτό το μήκος κύματος, και εν αναμονή της πορείας της πανδημίας, αλλά και των διεθνών τιμών στα καύσιμα, κυρίως οι μικρομεσαίοι εκτιμούν ότι η όποια απόφαση θα πρέπει να λάβει υπόψη της και τις πραγματικές συνθήκες στην αγορά, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022. Κυρίως δε, εκπρόσωποι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, εκτιμούν ότι εάν επαληθευτούν οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας, όπως έχουν προβλεφθεί τόσο από την κυβέρνηση, όσο και από τους διεθνείς οίκους, είναι αυτονόητη μια περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού, καθώς θα αναζωογονηθεί η κατανάλωση, αυξάνοντας τα έσοδα των εμπορικών επιχειρήσεων και συμβάλλοντας στην βελτίωση του γενικότερου οικονομικού κλίματος.

Πρόσφατα, η ΓΣΕΕ πρότεινε επίσης, διπλή αύξηση του κατώτατου μισθού, εντός του 2022, προκειμένου να στηριχθούν κυρίως τα φτωχά νοικοκυριά, με τα στοιχεία της Eurostat να είναι άκρως ανησυχητικά, καθώς σχεδόν ένα στα 4 ελληνικά νοικοκυριά (27,5%) βρίσκεται αντιμέτωπο με το φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Η διαδικασία πάντως που θα ακολουθηθεί στη χώρα μας, είναι αυτή που προβλέπει ο νόμος, γεγονός που σημαίνει ότι απαιτείται τουλάχιστον ένα χρονικό διάστημα 5 μηνών, προκειμένου να υπάρξει η προβλεπόμενη διαβούλευση και τοποθέτηση όλων των εμπλεκόμενων φορέων, η κατάρτιση προτάσεων από επιστημονικούς φορείς, η σύνταξη του τελικού πορίσματος και η τελική απόφαση από τον αρμόδιο υπουργό Εργασίας.

Να σημειωθεί ότι, με την ίδια διαδικασία αποφασίστηκε στο τέλος Ιουλίου 2021, η αύξηση κατά 2% στις κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα (663 ευρώ μεικτά), με εφαρμογή όμως από την 1η Ιανουαρίου του 2022 και μετά. Απόφαση η οποία δεν δυσαρέστησε άλλωστε, το σύνολο των εργοδοτικών φορέων, που κατά κύριο λόγο εκτιμούσαν ότι εντός του 2021 όποια απόφαση για αύξηση θα ήταν πρόωρη, άφηναν όμως ανοικτό το ενδεχόμενο για αυξήσεις εντός του 2022.

Και αυτό, γιατί ενώ οι κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα, εκτιμάται ότι αφορούν περίπου 500.000 εργαζόμενους, σαφώς ανοίγουν την… όρεξη για αυξήσεις και σε κλάδους που οι αμοιβές είναι υψηλότερες, είτε μέσω κλαδικών είτε και επιχειρησιακών συμβάσεων. Επιδρούν επίσης, στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, καθώς αυξάνεται το κατώτατο ημερομίσθιο, ενώ υπάρχουν και τουλάχιστον 20 επιδόματα, που δίνει κατά κύριο λόγο ο ΟΑΕΔ, τα οποία καθορίζονται με βάση τον κάθε φορά κατώτατο μισθό.

Σε κάθε περίπτωση, η όποια απόφαση θα πρέπει βάσει τις ισχύουσας νομοθεσίας να λάβει υπόψη της τα στοιχεία καθώς και τις θέσεις και προτάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, της ΕΛΣΤΑΤ, του ΟΑΕΔ, του ΚΕΠΕ, του ΟΜΕΔ, της ΕΙΕΑΔ, καθώς και των Ινστιτούτων των εκπροσώπων των εργαζομένων και των εργοδοτών (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, ΙΜΕ – ΓΣΕΒΕΕ, ΙΝΕΜΥ – ΕΣΕΕ, ΙΝΣΕΤΕ, ΙΟΒΕ).

Οι διαδικασίες ξεκινούν στις αρχές κάθε χρόνου, έως τα τέλη Μαρτίου οι φορείς πρέπει να υποβάλλουν τις εκθέσεις τους στην αρμόδια επιτροπή διαβούλευσης, γίνεται διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, και έως τις 30 Απριλίου τα τελικά υπομνήματα συγκεντρώνονται και υποβάλλονται στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), ώστε έως το τέλος Μαΐου, μαζί με ομάδα ειδικών να συνταχθεί το τελικό πόρισμα της διαβούλευσης. Αυτό το πόρισμα υποβάλλεται στον υπουργό Εργασίας, ο οποίος εισηγείται τελικά, στην κυβέρνηση, το τελικό ύψος της αύξησης.

Πηγή:euro2day.gr