Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στηρίζει τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους, αναφέρει σε έκθεσή του ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch.

H ανακοίνωση της ΕΚΤ ότι θα μπορεί να συνεχίσει τις αγορές ελληνικών ομολόγων έως το τέλος του 2024 μειώνει τον κίνδυνο μεγάλης αύξησης του κόστους κρατικού δανεισμού καθώς το έκτακτο πρόγραμμα για την πανδημία (PEPP) οδεύει στη λήξη του, σημειώνει ο οίκος.

Η ΕΚΤ επιβεβαίωσε την περασμένη Πέμπτη ότι από το τέλος Μαρτίου 2022 θα σταματήσει τις καθαρές αγορές ομολόγων στο πλαίσιο του PEPP, αλλά παρέτεινε την περίοδο για την επανεπένδυση των ομολόγων που λήγουν κατά ένα έτος έως το τέλος του 2024.

Επίσης, η ΕΚΤ ανέφερε ότι σε περιπτώσεις πιέσεων στην αγορά που σχετίζονται με την πανδημία, οι επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του PEPP «θα μπορούν να προσαρμόζονται ευέλικτα όσον αφορά τον χρόνο, τις μορφές των στοιχείων ενεργητικού και τις επικράτειες», περιλαμβανομένων των ελληνικών ομολόγων «πέραν της επανεπένδυσης όσων λήγουν».

O Fitch σημειώνει ότι στο πλαίσιο του PEPP η ΕΚΤ είχε αγοράσει έως το τέλος του Νοεμβρίου ελληνικά ομόλογα αξίας 34,9 δισ. ευρώ, ποσό που προσεγγίζει το ποσοστό της Ελλάδας στο μετοχικό κεφάλαιο της ΕΚΤ (2%) στο συνολικό ύψος του PEPP (1,85 τρισ. ευρώ).

Οι αγορές αυτές, προσθέτει, συνέβαλαν στη μείωση των επιτοκίων του ελληνικού χρέους, με την απόδοση των 10ετών τίτλων να υποχωρεί περίπου στο 1,3% από πάνω από 2% τον Μάιο του 2020.

Σημειώνει, επίσης, ότι τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους στηρίζουν και άλλοι παράγοντες, όπως το υψηλό ταμειακό απόθεμα που προβλέπεται να διαμορφωθεί κοντά στο 18% του ΑΕΠ στο τέλος του έτους και το οποίο, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Fitch, θα κάλυπτε τις δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους το 2022. Το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους (σε απόλυτα επίπεδα και σε σύγκριση με άλλες χώρες που έχουν αντίστοιχο αξιόχρεο) είναι χαμηλό και οι χρόνοι που λήγουν οι τίτλοι είναι διαχειρίσιμοι.

Επιπλέον, σημειώνει ο Fitch, οι ελληνικές Αρχές έχουν διαχειριστεί προληπτικά το χρονοδιάγραμμα των αποπληρωμών, εκτιμώντας ότι μία πρόσφατη άσκηση διαχείρισης παθητικού μείωσε τις αποπληρωμές την περίοδο 2023-2025 κατά περίπου 1,1 δισ. ευρώ. Η μέση διάρκεια ελληνικού χρέους είναι από τις μακρύτερες για κρατικά ομόλογα, περίπου στα 19 χρόνια.

Ο Fitch εκτιμούσε προηγουμένως ότι μία μεγάλη, μόνιμη αύξηση των επιτοκίων της αγοράς θα αύξανε τον λόγο του χρέους, αλλά μόνο κατά περίπου 4,5 ποσοστιαίες μονάδες σε μία πενταετία.

Παρά αυτούς τους παράγοντες που ελαφρύνουν το βάρος του, το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος της Ελλάδας αποτελεί μία αδυναμία για το αξιόχρεο της, αναφέρει ο οίκος, εκτιμώντας ότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ το 2021 μειώθηκε - από το υψηλό επίπεδο του 206,3% του ΑΕΠ το 2020 - στο 197,3%, επίπεδο που είναι το τρίτο υψηλότερο μεταξύ των χωρών που αξιολογεί ο Fitch.

«Τα χαμηλότερα ελλείμματα και η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη θα στηρίξουν τη μείωση του χρέους», σημειώνει ο Fitch, προβλέποντας αύξηση του ΑΕΠ κατά 8,3% φέτος που θα συνεχισθεί το 2023 και το 2024 με ρυθμούς 4,1% και 3,6%, αντίστοιχα, καθώς θα επιταχύνεται η χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με το χρέος όμως να παραμένει υψηλό, λίγο κάτω από το 188% του ΑΕΠ το 2023.

Ο Fitch πιστεύει, επίσης, ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να είναι ευέλικτη για να αποφύγει μία απότομη επίπτωση στη χρηματοδότηση και τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών, ενώ σημειώνει ότι θεωρεί πως η ΕΚΤ μπορεί να παρατείνει την κατ' εξαίρεση αποδοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων ως ενέχυρων και πέραν του Ιουνίου.

Τα προφίλ χρηματοδότησης και ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών έχουν βελτιωθεί διαρθρωτικά τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τον οίκο, ενισχυμένα από την υγιή αύξηση των καταθέσεων των πελατών τους και την καλύτερη πρόσβασή τους στον δανεισμό.

Η επόμενη αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου από τον Fitch θα γίνει στις 14 Ιανουαρίου. «Η μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην επάνοδο του δημόσιου χρέους/ΑΕΠ σε μία σταθερά πτωτική πορεία μετά το σοκ της COVID-19, η συνέχιση της βελτίωσης της ποιότητας ενεργητικού των συστημικά σημαντικών τραπεζών και οι καλύτερες προοπτικές μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης και επίδοσης θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε θετική αξιολόγηση», αναφέρει ο οίκος.