Αύξηση του ΑΕΠ κατά 5 δισ. ευρώ το 2030 και κατά επιπλέον 5 δισ.ευρώ το 2050, οπότε και έχει τεθεί στόχος για μια οικονομία μηδενικών εκπομπών, θα επιφέρει η πράσινη ενεργειακή μετάβαση ενώ τα νοικοκυριά θα εξοικονομήσουν 15% στο κόστος για την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών μέχρι το 2030 και 23% μέχρι το 2050 ενώ στον τομέα των μεταφορών (ιδιωτικά οχήματα) θα επιτύχουν εξοικονόμηση 15% το 2030 και 35% το 2050 μέσω των πράσινων πολιτικών.

Αυτά είναι κάποια πρώτα στοιχεία τα οποία αφορούν συγκεκριμένα στη Ελλάδα και την πορείας της προς μια οικονομία μηδενικών εκπομπών, τα οποία παρουσίασε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της McKisney για την Ελλάδα και την Κύπρο, Γιώργος Τσόπελας μιλώντας στο 7ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.

Αναφερόμενος στην ελληνική πραγματικότητα, ο κ. Τσόπελας εξήγησε ότι στην Ελλάδα εκπέμπονται 85 εκατομμύρια τόνοι διοξειδίου του άνθρακα ετησίως εκ των οποίων το 32% προέρχεται από τον ενεργειακό κλάδο, το 25% από τη βιομηχανία, το 20% από τις μεταφορές (επιβατικά, ελαφρά και βαρέα οχήματα) και το υπόλοιπο ποσοστό από άλλες δραστηριότητες (νοικοκυριά κλπ).

Ο στόχος για το 55% μέχρι το 2030 και για τις μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050 είναι εφικτός. Κάθε τομέας θα απαναθρακοποιηθεί με διαφορετικό ρυθμό και σε διαφορετικό επίπεδο, κάποιοι θα φθάσουν στο net zero, κάποιοι άλλοι όχι αλλά θα έχουμε και τις αρνητικές εκπομπές που θα προέλθουν από λύσεις που θα βασίζονται στη φύση.

Κομβικό ρόλο στη μετάβαση κατέχουν οι ΑΠΕ οι οπoίες μέχρι το 2030 θα αντιπροσωπεύουν το 70% του ενεργειακού μείγματος και μέχρι το 2050 θα αντιπροσωπεύουν το 95% ενώ με τη χρήση έξι τεχνολογιών απανθρακοποίησης (εξηλεκτρισμός και ΑΠΕ, μπαταρίες, τεχνολογίες υδρογόνου, ενεργειακή απόδοση, αποθήκευση άνθρακα και αξιοποίηση των δασών και της γης για την απορρόφηση άνθρακα) θα μπορεί να επιτευχθεί μείωση των εκπομπών κατά 80%.

Πόσα χρήματα θα δαπανηθούν για την ενεργειακή μετάβαση
Σύμφωνα με τον κ. Τσόπελα, για την μετάβαση προς μια οικονομία μηδενικών εκπομπών θα απαιτηθούν κεφάλαια ύψους 500 δις. ευρώ. Ωστόσο, τα 425 δις αφορούν σε αναδιάταξη του CAPEX (κεφαλαιουχικές δαπάνες), κάτι που σημαίνει ότι τα κεφάλαια αυτά θα διατίθεντο ούτως ή άλλως αλλά σε διαφορετικές τεχνολογίες, όπως π.χ αντί να αγοράσουν οι καταναλωτές αυτοκίνητο, θα αγοράσουν ηλεκτρικό αυτοκίνητο, εξήγησε ο κ. Τσόπελας. Με βάση αυτή τη λογική το νέο CAPEX αφορά σε 75 δις. ευρώ ενώ όπως ανέλυσε, το 60% του CAPEX θα ανακτηθεί μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα και το υπόλοιπο μέσα στα επόμενα 20 χρόνια.

Για όλα αυτά, όπως εκτίμησε απαιτείται επιθετική πολιτική, αλλαγή στο θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο και αλλαγή στην αλυσίδα παραγωγής.

Ο ρόλος της ενεργειακής κρίσης στην πορεία προς τις μηδενικές εκπομπές
Αναλύοντας περαιτέρω, ο κ. Τσόπελας σημείωσε ότι η τρέχουσα ενεργειακή κρίση είναι πρωτίστως αποτέλεσμα της δομικής ανισορροπίας μεταξύ ζήτησης και προσφοράς στους υδρογονάνθρακες. Η ενεργειακή μετάβαση επηρέασε σε κάποιο βαθμό την πλευρά της ζήτησης αυξάνοντας την αβεβαιότητα για τις επενδύσεις στους υδρογονάνθρακες σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η τρέχουσα κρίση θα επιταχύνει την μετάβαση και έχει αναβαθμίσει το ζήτημα των μηδενικών εκπομπών από ένα θέμα ESG σε ένα θέμα ασφάλειας της προμήθειας.

Η βραχυπρόθεσμη ασφάλεια της προμήθειας απαιτεί να επαναλειτουργήσουν οι υπάρχουσες ενεργειακές πηγές (λιγνίτης) αλλά αυτό θα αντισταθμιστεί από το γεγονός ότι η ανάπτυξη των ΑΠΕ θα επιταχυνθεί. Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμοντείται ότι η ενεργειακή μετάβαση σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα χαρακτηρίζεται από υψηλότερες τιμές στην ενέργεια και αστάθεια, αναφέρουν τα στοιχεία.

Σύμφωνα με την έρευνα της Mckisney, στα πλεονεκτήματα της μετάβασης σε μηδενικές εκπομπές συγκαταλέγονται η δημιουργία ενός πιο σταθερού ενεργειακού συστήματος με, η σημαντική μείωση του ενεργειακού κόστους για όλους, η πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια εφοδιασμού η οποία θα είναι αποκομμένη από τις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών των εμπορευμάτων.