«Η ρύθμιση οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία θα προσφέρει τεράστια ανακούφιση, καθώς από αυτήν μπορούν να ωφεληθούν 1,3 εκατομμύρια ασφαλισμένοι» δήλωσε, μεταξύ άλλων, η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, σε συνέντευξή της στο ραδιοφωνικό σταθμό «News 24/7».

Σύμφωνα με την κ. Αχτσιόγλου, αυτό το σχήμα ρύθμισης, με το «κούρεμα» της βασικής οφειλής, μπορεί να δώσει οριστική λύση στο ζήτημα των χρεών των οφειλετών». Ειδικά για τους αγρότες, η κ. Αχτσιόγλου δήλωσε ότι θα γίνεται «κούρεμα» προσαυξήσεων κατά 100%, ενώ, για όσους ενταχθούν στη ρύθμιση, θα αυξηθεί το όριο οφειλών που μπορούν να έχουν, προκειμένου να λάβουν σύνταξη, από 4.000 ευρώ που είναι σήμερα, σε 6.000 ευρώ.

Η υπουργός Εργασίας σημείωσε ότι, τη Δευτέρα, κατατίθεται στη Βουλή ένα ενιαίο νομοσχέδιο που θα περιλαμβάνει τη ρύθμιση οφειλών στα ασφαλιστικά ταμεία, πολύ σημαντικές εργασιακές διατάξεις και τη ρύθμιση οφειλών προς την εφορία.

Όπως τόνισε, «το καινοτόμο στοιχείο που εισάγει αυτή η ρύθμιση, είναι ότι, για πρώτη φορά, περιλαμβάνει “κούρεμα” της βασικής οφειλής. Οι εισφορές του ασφαλισμένου από το 2002 θα υπολογίζονται με βάση το ελάχιστο ποσό που προβλέπει ο νόμος 4387/16, δηλαδή περίπου 160 ευρώ το μήνα. Από αυτόν τον επανυπολογισμό θα προκύπτει το “κούρεμα” της βασικής οφειλής. Στη συνέχεια, θα γίνεται “κούρεμα” προσαυξήσεων κατά 85% και ο συνδυασμός αυτών των δύο “κουρεμάτων” θα οδηγεί σε μία νέα οφειλή, μειωμένη μεσοσταθμικά κατά 65%, η οποία θα μπορεί να αποπληρώνεται σε έως 120 δόσεις, με ελάχιστη δόση τα 50 ευρώ».

Παράλληλα, η υπουργός Εργασίας σημείωσε ότι περίπου 80.000 ασφαλισμένοι είναι σήμερα εγκλωβισμένοι, καθώς, ενώ έχουν τις λοιπές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, δεν μπορούν να λάβουν σύνταξη, διότι έχουν οφειλές που ξεπερνούν ένα ορισμένο ύψος. «Οι άνθρωποι αυτοί, μέχρι σήμερα, δεν έχουν καμία προοπτική, διότι δεν έχουν κανένα έσοδο, για να αποπληρώσουν την οφειλή τους. Με τη ρύθμιση που φέρνουμε, θα μπορέσουν να λάβουν σύνταξη αμέσως και να αποπληρώσουν την οφειλή τους, μέσω μίας μικρής μηνιαίας παρακράτησης» διευκρίνισε η κ. Αχτσιόγλου.

Αναφορικά με τις εργασιακές διατάξεις του νομοσχεδίου, η υπουργός Εργασίας είπε ότι, για πρώτη φορά, στην ελληνική πραγματικότητα, «θεσπίζουμε την αιτιολόγηση των απολύσεων, κάτι που αλλάζει όλο το χάρτη της αγοράς εργασίας, διότι βάζουμε ένα φρένο στην καταχρηστικότητα των απολύσεων».

Όπως εξήγησε, «μέχρι σήμερα, ίσχυε το αναιτιολόγητο των απολύσεων, όπου ο εργοδότης μπορούσε να απολύσει, χωρίς ειδική αιτιολογία. Πλέον, ακολουθούμε το ευρωπαϊκό κεκτημένο για το ζήτημα αυτό, το οποίο ορίζει ότι θα πρέπει να υπάρχει βάσιμος λόγος απόλυσης. Δηλαδή, ο εργοδότης δεν θα μπορεί να απολύσει κάποιον, γιατί έτσι θέλει, αλλά θα πρέπει να υπάρχει βάσιμος λόγος που να σχετίζεται είτε με την επίδοση του εργαζομένου είτε με τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης. Με τη ρύθμιση που φέρνουμε, είναι ο εργοδότης αυτός που θα πρέπει να αποδεικνύει και στον εργαζόμενο και στο δικαστήριο ότι υπάρχει βάσιμος λόγος απόλυσης. Εάν αυτό δεν συντρέχει, θα σημαίνει ότι η απόλυση είναι άκυρη και, άρα, ο εργαζόμενος θα δικαιούται μισθούς υπερημερίας και επαναπρόσληψη στον ίδιο εργοδότη».

Σχετικά με τις θετικές παρεμβάσεις που επεξεργάζεται η κυβέρνηση, η κ. Αχτσιόγλου σημείωσε ότι, «πέραν του δημοσιονομικού χώρου που είχαμε προβλέψει για το 2019, τον οποίο εκμεταλλευτήκαμε με τις ελαφρύνσεις που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και ήδη υλοποιήθηκαν (μείωση εισφορών, ΕΝΦΙΑ, επιδότηση ενοικίου, προσλήψεις στην Ειδική Αγωγή και το πρόγραμμα Βοήθεια στο Σπίτι), διαμορφώνεται ένα επιπλέον πεδίο δημοσιονομικού χώρου. Σε αυτό το πεδίο, που εκτιμούμε ότι φτάνει τα 5,5 δισ. ευρώ έως το 2022, εξετάζουμε φοροελαφρύνσεις και κοινωνικές παροχές και οι σχετικές ανακοινώσεις θα γίνουν από τον πρωθυπουργό, το αμέσως επόμενο διάστημα» υπογράμμισε η υπουργός Εργασίας.