Την προηγούμενη εβδομάδα δημοσιεύθηκε το 1ο μέρος της έρευνας κοινής γνώμης που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών Prorata από την 1η έως την 7η Οκτωβρίου, με στόχο τη σκιαγράφηση του προφίλ των εμβολιασμένων και μη εμβολιασμένων πολιτών.

Το 2ο μέρος της έρευνας δημοσιεύεται σήμερα, σε μια συγκυρία που μοιάζει πολύ διαφορετική, παρότι δεν έχουν μεσολαβήσει παρά λίγες μόνο ημέρες. Όταν διεξήχθη η έρευνα, η νέα έξαρση της νόσου δεν είχε προσλάβει ακόμη τις παρούσες διαστάσεις της, ενώ όταν δημοσιεύσαμε το 1ο μέρος της και τη σχετική ανάλυση, διαφαινόταν ότι οδηγούμαστε σε επιδείνωση των συνθηκών, εξού και το συμπέρασμά μας σχετικά με την ανάγκη μιας «νέας στρατηγικής για την αύξηση των εμβολιασμών» συγκέντρωσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πλέον, μετά τις εξελίξεις των τελευταίων εικοσιτετραώρων, με τη ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων, τη μεγάλη πίεση στο ΕΣΥ –ειδικά σε συγκεκριμένες υγειονομικές περιφέρειες– και τον πολλαπλασιασμό των ημερήσιων θανάτων, η διασπορά της νόσου τείνει να εκλάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Εάν το ζητούμενο έναν μήνα πριν, κατά το χρόνο διενέργειας της έρευνας, ήταν η «επίτευξη όρων βιώσιμης υπέρβασης της υγειονομικής, οικονομικής και κοινωνικής κρίσης», τώρα βρισκόμαστε εν μέσω μιας ραγδαίας επιδείνωσης της πολυδιάστατης αυτής κρίσης.

Γεγονός που επιβεβαιώνει, ως προς την εγκυρότητά του, το συμπέρασμα για την ανεπάρκεια των έως τώρα ρυθμίσεων, τόσο σε ό,τι αφορά την επέκταση της εμβολιαστικής κάλυψης όσο και σε ό,τι έχει να κάνει με την αποτροπή της επιδείνωσης των υγειονομικών δεδομένων.

Υπό το φως, λοιπόν, των νέων κυβερνητικών μέτρων που ανακοινώθηκαν την Τρίτη 2 Νοεμβρίου, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η καταγραφή των στάσεων των εμβολιασμένων και μη εμβολιασμένων πολιτών απέναντι σε θεσμούς και παρεμβάσεις που σχετίζονται με την πανδημία και τη διαχείρισή της.

Όπως παρατηρήσαμε στο 1ο μέρος της έρευνας, σε ό,τι αφορά το υγειονομικό σκέλος, το 47% των εμβολιασμένων κρίνει την κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας από «αρκετά» ως «πολύ επιτυχημένη», ενώ το 52% από «λίγο» ως «καθόλου επιτυχημένη». Στους μη εμβολιασμένους τα αντίστοιχα ποσοστά είναι στο 4% και στο 95%, δηλαδή υπάρχει μια συντριπτική, στα όρια της καθολικής, αρνητική αποτίμηση. Σε ό,τι αφορά το οικονομικό σκέλος της διαχείρισης, τα αντίστοιχα ποσοστά των εμβολιασμένων (47% και 54%) και των μη εμβολιασμένων (8% και 91%) είναι παραπλήσια των προηγούμενων.

Δεδομένου λοιπόν ότι μεταξύ των εμβολιασμένων πλειοψηφεί η αρνητική αποτίμηση της διαχείρισης, με μικρή όμως διαφορά από τη θετική, καθώς και ότι μεταξύ των μη εμβολιασμένων κυριαρχεί συντριπτικά η αρνητική αποτίμηση, ενδιαφέρον παρουσιάζει το πώς αποτιμάται η εμπλοκή συγκεκριμένων θεσμών στη διαχείριση της πανδημικής κρίσης.

Από τη μία πλευρά, όπως φαίνεται, για τους εμβολιασμένους, η πλέον θετική συμβολή είναι αυτή του Συστήματος Υγείας (7,1 στη 10βάθμια κλίμακα). Θετική (5,4) κρίνεται και η συμβολή της Επιτροπής Ειδικών ενώ οριακά θετική εκτιμάται πως ήταν η συμβολή Σωμάτων Ασφαλείας/Πολιτικής Προστασίας. Ακολουθούν, με οριακά αρνητική αποτίμηση (4,9), η Κυβέρνηση και οι Επιχειρήσεις. Αρνητικά αποτιμάται ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων εν γένει (3,8) και των ΜΜΕ (3,2), ενώ τη μεγαλύτερη αποδοκιμασία έναντι όλων συγκεντρώνει η Εκκλησία (2,8). Το δημόσιο σύστημα υγείας φαίνεται λοιπόν να απολαμβάνει οριζόντια υψηλά ποσοστά εμπιστοσύνης μεταξύ του συνόλου των εμβολιασμένων, ενώ ως μέτριες (πέριξ του 5) αξιολογούν οι εμβολιασμένοι τις επιδόσεις Επιτροπής Ειδικών, Κυβέρνησης και Σωμάτων Ασφαλείας/Πολιτικής Προστασίας.

Η τελευταία αυτή αξιολόγηση φαίνεται να διαλέγεται –αν και χρειάζεται περισσότερη διερεύνηση η υπόθεση αυτή– με  το εύρημα του 1ου μέρους της έρευνας, ότι δηλαδή μεταξύ του πληθυσμού των εμβολιασμένων το ήμισυ σχεδόν δήλωνε ικανοποιημένο από την κυβερνητική διαχείριση της κρίσης και το άλλο μισό μη ικανοποιημένο. Η συνολικά χαμηλή αποτίμηση της Εκκλησίας υποδηλώνει μια διάχυτη δυσπιστία σε σχέση με τη στάση της  στην πανδημία, ενώ και η χαμηλή αποτίμηση της συμβολής των ΜΜΕ, τα οποία κατά κανόνα τάχθηκαν υπέρ του εμβολιασμού, αποτελεί στοιχείο που αξίζει να ληφθεί σοβαρά υπόψη.

Από την άλλη πλευρά, και στους μη εμβολιασμένους επαληθεύεται η αρνητική αποτίμηση της κυβερνητικής διαχείρισης και αναδεικνύεται ένα σημαντικό στοιχείο ελλειμματικής εμπιστοσύνης, γενικευμένης δυσπιστίας ή και απόρριψης όλων των θεσμών, καθώς άπαντες αξιολογούνται αρκετά «κάτω από τη βάση» του 5. Κι εδώ, πάλι, το Σύστημα Υγείας συγκεντρώνει τη συγκριτικά θετικότερη αποτίμηση, καθώς φαίνεται να είναι ο δέκτης της λιγότερης δυσπιστίας. Η Κυβέρνηση, η Επιτροπή Ειδικών και τα ΜΜΕ λαμβάνουν τις πλέον αρνητικές αξιολογήσεις, κάτω του 2, με τα ΜΜΕ ειδικά να εμφανίζονται στο 0,6. Πολύ χαμηλή (1,5) είναι και η αξιολόγηση των πολιτικών κομμάτων, που παρουσιάζεται οριακά πιο θετική από τις αντίστοιχες της Κυβέρνησης και της Επιτροπής Ειδικών. Οι πολύ αρνητικές αυτές επιδόσεις απηχούν και τα βασικά γνωρίσματα της αντιεμβολιαστικής στάσης (αντικυβερνητισμός, αντιτεχνοκρατισμός, αντι-ΜΜΕ ρητορική) που ενυπάρχει εντός του συνολικού πληθυσμού των μη εμβολιασμένων. Εντούτοις, είναι κρίσιμο να σημειωθεί ότι η δυσπιστία των μη εμβολιασμένων πολιτών κατευθύνεται κυρίως προς τους θεσμούς που παράγουν τις κύριες εκφωνήσεις για την αναγκαιότητα του εμβολιασμού, κάτι που φανερώνει την ελάχιστη διείσδυση της εμβολιαστικής ρητορικής και της σχετικής επικοινωνιακής καμπάνιας.

Δεδομένης της ραγδαίας υγειονομικής επιδείνωσης και των νέων μέτρων που ανακοινώθηκαν, ιδιαίτερης αξία έχουν και τα ευρήματα γύρω από την αποτίμηση συγκεκριμένων μέτρων που λήφθηκαν κατά τα προηγούμενα στάδια της πανδημίας. Σε ό,τι αφορά την επιβολή περισσότερων ή λιγότερων περιορισμών λόγω της πανδημίας, μεταξύ των εμβολιασμένων παρατηρείται μια «ισοκατανομή» ανάμεσα σε όσους/ες θα ήταν θετικοί/ές σε περισσότερους περιορισμούς (33%) και σε αυτούς/ές που κρίνουν ότι χρειάζονται λιγότεροι περιορισμοί (36%), ενώ το 29% πιστεύει ότι οι υφιστάμενοι –μέχρι τη 2α Νοεμβρίου– περιορισμοί ήταν επαρκείς, άρα δεν θα χρειάζονταν ούτε περισσότεροι ούτε λιγότεροι. Αντίθετα, στον πληθυσμό των μη εμβολιασμένων το 79% θεωρεί ότι οι περιορισμοί θα έπρεπε να είναι λιγότεροι και μόλις το 6% περισσότεροι, ενώ το 14% θεωρεί ότι είναι επαρκείς.

Από τα ευρήματα αυτά προκύπτει, πρώτον, ότι, για τους εμβολιασμένους δεν συνιστά αυτονόητο/καθολικό αίτημα η απελευθέρωση της οικονομικής κ.λπ. δραστηριότητας. Κάποιοι από αυτούς επέλεξαν να εμβολιαστούν και για λόγους συλλογικής προστασίας της υγείας και κοινωνικής αλληλεγγύης και όχι κατ’ ανάγκη προκειμένου να αποκτήσουν το «προνόμιο» της ανεμπόδιστης δραστηριότητας. Δεύτερον, η επιβολή περαιτέρω «ποινών»/αποκλεισμών στους μη εμβολιασμένους, ώστε να πειστούν/πιεστούν αυτοί να εμβολιαστούν, μοιάζει να είναι απρόσφορη, αν όχι απολύτως αδιέξοδη, καθώς η στάση τους απέναντι στους ήδη υφιστάμενους περιορισμούς μάλλον δυσαρέσκεια για εκείνο που εκλαμβάνουν ως «γκετοποίησή» τους μαρτυρά, παρά απόγνωση, που μπορεί να τους ωθήσει να εμβολιαστούν.

Ως προς την πρακτική των lockdowns κατά τις προηγούμενες φάσεις της πανδημίας, το 69% των εμβολιασμένων κρίνει ότι «καλώς έγιναν» και το 29% ότι δεν θα έπρεπε να έχουν γίνει. Από την άλλη, μεταξύ των μη εμβολιασμένων τα ποσοστά αντιστρέφονται, με το 74% να θεωρεί ότι δεν θα έπρεπε να είχαν επιβληθεί lockdowns και το 22% να επιδοκιμάζει την επιβολή τους. Σε ό,τι δε αφορά το ενδεχόμενο ενός νέου lockdown, το 44% των εμβολιασμένων τοποθετείται θετικά και το 53% αρνητικά. Μεταξύ των μη εμβολιασμένων μόλις το 13% διάκειται θετικά, ενώ το 84% αρνητικά.

Τα παραπάνω ευρήματα καταδεικνύουν και πάλι ότι ο πληθυσμός των εμβολιασμένων φαίνεται να αναγνωρίζει διαχρονικά την κρισιμότητα του πανδημικού κινδύνου και των έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπισή του, ενώ οι μη εμβολιασμένοι απορρίπτουν την πιο δραστική πρακτική αντιμετώπισης της κρίσης πριν από την κυκλοφορία των εμβολίων, το lockdown. Σε αυτό το σημείο, όμως, έχει σημασία να καταγραφούν δύο ακόμη στοιχεία: αφενός ότι το ποσοστό των εμβολιασμένων που αποτιμά θετικά τα lockdowns, μειώνεται σημαντικά όταν διερευνάται το ενδεχόμενο επιβολής ενός ακόμη, αφετέρου ότι αθροιστικά, στο σύνολο εμβολιασμένων και μη εμβολιασμένων, η αρνητική τοποθέτηση απέναντι σε ένα νέο lockdown είναι σαφώς πλειοψηφική.

Συνολικά, στο πλαίσιο της εν λόγω έρευνας, είναι σαφώς πλειοψηφική η εναντίωση τόσο σε (περισσότερα) εν γένει περιοριστικά μέτρα όσο και συγκεκριμένα σε ένα νέο lockdown, έστω κι αν αυτή μπορεί να απορρέει από διαφορετικές αφετηριακές τοποθετήσεις.

Ως προς την αποτίμηση συγκεκριμένων μέτρων που έχουν προταθεί είτε ως κίνητρα για τον εμβολιασμό είτε ως αντικίνητρα για τον μη εμβολιασμό, προκύπτουν οι ακόλουθες διαπιστώσεις: από τη μία, οι μη εμβολιασμένοι διαφωνούν –αναμενόμενα– σε πολύ μεγάλο ποσοστό με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό (94%), τον αποκλεισμό τους από δραστηριότητες (95%), την κάλυψη του κόστους των τεστ με ίδιους πόρους (87%) και την αναστολή εργασίας άνευ αποδοχών (96%). Από την άλλη, μεταξύ των εμβολιασμένων παρατηρείται μία ισχυρή πλειοψηφία υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού (65%), του αποκλεισμού των μη εμβολιασμένων από δραστηριότητες (67%) και της καταβολής της απαιτούμενης για τα τεστ δαπάνης από τους μη εμβολιασμένους. Παράλληλα όμως διαπιστώνεται και μία σταθερή μειοψηφία του 1/3 που διαφωνεί με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό (33%), την περιορισμένη πρόσβαση των μη εμβολιασμένων σε ένα φάσμα δραστηριοτήτων (32%) και την κάλυψη εξόδων των τεστ των μη εμβολιασμένων με ιδιωτικούς πόρους (33%). Φαίνεται επομένως ότι και σημαντική μερίδα του εμβολιασμένου πληθυσμού αντίκειται σε παρεμβάσεις που κινούνται στη λογική μιας αυστηρότερης/τιμωρητικής στάσης απέναντι στους μη εμβολιασμένους.

Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απαντήσεις εμβολιασμένων και μη εμβολιασμένων σε ό,τι αφορά την αναστολή εργασίας άνευ αποδοχών όσων δεν εμβολιάζονται. Εδώ παρατηρείται μια αξιοπρόσεκτη μετατόπιση, καθώς το συγκεκριμένο μέτρο συγκεντρώνει μεταξύ των εμβολιασμένων το χαμηλότερο ποσοστό επιδοκιμασίας (54%) από όλα, ενώ το 45% των εμβολιασμένων που διάκειται αρνητικά απέναντι σε αυτό είναι, αντίστοιχα, το υψηλότερο όλων. Βλέπουμε δηλαδή ότι, όταν ένα δυνητικό μέτρο αφορά μια «βασική» διάσταση όπως η εργασία και ο μισθός, τότε προκαλούνται μετατοπίσεις και ανασυσπειρώσεις.

Σύμφωνα με τα παραπάνω και συνέχεια και των ευρημάτων του 1ου μέρους της έρευνας, η συνθήκη που έχει διαμορφωθεί σε επίπεδο στάσεων και αντιλήψεων χρήζει προσεκτικής ανάγνωσης. Από τη μία, το πλήθος τόσο των εμβολιασμένων όσο και των μη εμβολιασμένων εμφανίζει ποικιλομορφία ως προς τις αφετηριακές του τοποθετήσεις, τις ιδεολογικές ορίζουσες, την πολιτική αυτοποθέτηση κ.λπ., παρότι, όπως είδαμε, υπάρχουν υψηλές συγκεντρώσεις π.χ. μη εμβολιασμένων σε πολίτες που αυτοτοποθετούνται στο Κέντρο και τη Δεξιά, ενώ, αντίστροφα, οι αυτοτοποθετούμενοι ως «αριστεροί» παρουσιάζονται ως κατά βάση εμβολιασμένοι, με συγκριτικά μικρό ποσοστό τους να μην έχει εμβολιαστεί. Από την άλλη, ενώ μεταξύ των εμβολιασμένων φαίνεται να υπάρχει «διχοτόμηση» σε ό,τι αφορά την αποτίμηση της κυβερνητικής διαχείρισης της πανδημίας και σημαντικές εσωτερικές αποκλίσεις ως προς την αποδοχή ή μη υφιστάμενων και πρόσθετων –περισσότερο ή λιγότερο αυστηρών– μέτρων περιορισμού, στον πληθυσμό των μη εμβολιασμένων εμφανίζονται ισχυρές πλειοψηφίες σχεδόν σε όλες τις συναφείς απαντήσεις, ανεξάρτητα από την αφετηρία από την οποία καταλήγουν στις αποτιμήσεις αυτές. Εντούτοις, σημαντική μερίδα του μη εμβολιασμένου πληθυσμού, όταν επιχειρηματολογεί για την επιλογή της, αφενός δεν τοποθετείται αξιακά κατά του εμβολίου και αφετέρου, από ποιοτικά ευρήματα, φαίνεται ότι θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να φανεί δεκτική προς τον εμβολιασμό.

Γνωρίζοντας, από τις δηλώσεις των επίσημων φορέων, ότι η εμβολιαστική κάλυψη είναι πανελλαδικά μη ικανοποιητική και κατά τόπους ιδιαίτερα ισχνή, σε μια περίοδο αυξημένων μάλιστα κρουσμάτων, θανάτων και ισχυρής πίεσης του ΕΣΥ, η εικόνα που περιγράφηκε παραπάνω μοιάζει να έχει τα χαρακτηριστικά «εγκλωβισμού», που δεν έχει προκύψει «μοιραία», αλλά είναι απότοκος των επιλογών που εξαρχής έγιναν στο πλαίσιο της εκστρατείας πειθούς του γενικού πληθυσμού σχετικά με τις ωφέλειες του εμβολιασμού.

Παρότι, ασφαλώς, είναι σύνθετο εγχείρημα το να διαπιστωθεί τι «έχει φταίξει» ως τώρα, εκείνο που μοιάζει ασφαλές να ειπωθεί είναι ότι, βάσει των συμπερασμάτων και του 2ου μέρους της έρευνας, η λογική «προνομίων»/ «ποινών», «δικαιωμάτων»/ «αποκλεισμών», «υπευθυνότητας»/ «ρίσκου» δεν φαίνεται να μπορεί να υπερβεί τον «εγκλωβισμό», αν δεν τον επιτείνει κιόλας. Μια άλλη στρατηγική προσέγγισης και επικοινωνίας, όπως προτεινόταν στο 1ο μέρος, οφείλει να λάβει υπόψη τις ποιοτικές αυτές διαστάσεις και, παράλληλα με τις οριζόντιες/γενικές εγκλήσεις, να προχωρήσει και σε στοχευμένες κοινωνικοδημογραφικές και τοπικές απευθύνσεις. Εγκλήσεις και απευθύνσεις που, από τη μία, θα αναδεικνύουν τα συλλογικά και ατομικά οφέλη του εμβολιασμού, θα επισημαίνουν την ανάγκη καθολικής τήρησης μέτρων προφύλαξης, υγιεινής και πρόληψης, θα κινητοποιούν τον εμβολιασμένο πληθυσμό να συνεχίσει την πρακτική του εμβολιασμού, όπου και όταν συνίσταται, και, από την άλλη, θα εγκαλούν τον μη εμβολιασμένο πληθυσμό, όχι για την έως τώρα επιλογή του, αλλά θα τον προσκαλούν να συμμετάσχει από εδώ και πέρα σε μια διαδικασία σε εξέλιξη, που κάθε στιγμή της είναι κρίσιμη για την προστασία του αγαθού της ατομικής και κοινωνικής ζωής. Η υπόθεση της πανδημίας αποδεικνύεται πως είναι διαδικασία που θα κριθεί στη διάρκεια του χρόνου και όχι στη «στιγμή», οπότε στόχος οφείλει να είναι ο πολλαπλασιασμός των θετικών εγκλήσεων, η αναδημιουργία δυναμικών υπέρ της εμβολιαστικής κάλυψης και όχι η παραλυτική αδράνεια που συμβιβάζεται με τη διαμόρφωση «στεγανών».

Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν την Τρίτη 2 Νοεμβρίου ούτε «επαρκή» φαίνονται, με όρους σημαντικότητας, αλλά ούτε, κυρίαρχα, μοιάζουν να αφίστανται από λογικές που συνέβαλαν στην παρόξυνσή ενός αντικειμενικού προβλήματος και στο να περιέλθουμε σε μια κατάσταση τέλματος. Τα διακυβεύματα στη συγκυρία αυτή υπερβαίνουν τα συνήθη, και ο χρόνος για να μη μετατραπεί ο εγκλωβισμός σε αδιέξοδο τελειώνει.

* Aνάλυση των

Παναγιώτη Σκευοφύλακα, Γενικού Διευθυντή ΕΝΑ & Νίκου Ερηνάκη, Επιστημονικού Διευθυντή ΕΝΑ

[Το β’ μέρος της έρευνας κοινής γνώμης – Όλες οι διαφάνειες ]