Το ζήτημα της αναθεώρησης του πλαισίου των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι προϋποθέσεις για ένα βιώσιμο, αναπτυξιακό και δίκαιο οικονομικό μοντέλο της ΕΕ συζητήθηκαν στη διαδικτυακή εκδήλωση που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ  με τίτλο «Δημοσιονομική Πολιτική: Μεταρρυθμίζοντας το Σύμφωνο Σταθερότητας & Ανάπτυξης – μία ελληνική οπτική», την Πέμπτη 11 Νοεμβρίου.

Στη συζήτηση συμμετείχαν ο Οικονομολόγος της CAN Europe Ολιβιέ Βαρδακούλιας, ο Οικονομολόγος, πρώην Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ Δημήτρης Λιάκος, ο πρώην Υπουργός Οικονομικών Φίλιππος Σαχινίδης και ο Senior Fellow, John F. Kennedy School of Government, Harvard University Γιώργος Χουλιαράκης. Το πάνελ των ομιλητών συντόνισε η οικονομολόγος Έλενα Παπαδοπούλου.

Η συζήτηση για την οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ εν μέσω τριών αλληλοτροφοδοτούμενων κρίσεων

«Συζητάμε σήμερα ξανά για το Σύμφωνο Σταθερότητας και η συζήτηση αυτή δεν είναι νέα, είναι μια συζήτηση που συνοδεύει την πορεία της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης και συνδέεται στενά και με τον χαρακτήρα της, ενδεχομένως και με τη βιωσιμότητά της. Τη συζητάμε σε μία περίοδο κατά την οποία συντρέχουν τουλάχιστον τρεις σοβαρές κρίσεις, μία οικονομική, μία περιβαλλοντική και μία πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση. Οι κρίσεις αυτές διαπλέκονται και αλληλοτροφοδούνται με έναν τρόπο δύσκολο να τις αντιμετωπίσουμε εντελώς ανεξάρτητα» τόνισε εισαγωγικά η Έλενα Παπαδοπούλου. Χαρακτήρισε, δε, ως «σημείο καμπής για την ΕΕ» τον Μάρτιο του 2020 όταν η Ένωση ενεργοποίησε για πρώτη φορά  τη ρήτρα διαφυγής από το Σύμφωνο Σταθερότητας, ανοίγοντας έκτοτε το διάλογο για το πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ.

Βαρύτητα όχι στις πολιτικές λιτότητας, αλλά στην αύξηση του ΑΕΠ – Κλειδί το Ταμείο Ανάκαμψης

Ο Δημήτρης Λιάκος στην εισήγησή του έδωσε έμφαση στη διαφορετική στάση της Ευρώπης στη διαχείριση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης, αναδεικνύοντας τα επίδικα της επόμενης ημέρας για την ΕΕ και την Ελλάδα, δίνοντας ρόλο-κλειδί στο Ταμείο Ανάκαμψης.

Συγκεκριμένα, υπογράμμισε την αλλαγή της στάσης της Ευρώπης όταν προέκυψε το θέμα της πανδημίας αναφέροντας ότι «για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια οι ευρωπαϊκές ηγεσίες αποφάσισαν να κινηθούν από κοινού».

Σύμφωνα με τον κ. Λιάκο, αφορμή για την αλλαγή αυτή σαφώς ήταν το γεγονός ότι η πανδημική κρίση επηρέαζε όλες τις χώρες (με μνεία στην αναστολή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας, τη χαλάρωση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, το πρόγραμμα SURE για την απασχόληση, με εναρμόνιση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ - μείωση επιτοκίων τραπεζική χρηματοδότηση και QE). «Ήταν μια μεγάλη πρόοδος σε σχέση με το παρελθόν, όπως για παράδειγμα σε σχέση με το 2010» είπε, χαρακτηρίζοντας ιστορική την απόφαση για το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης, αφού «για πρώτη φορά σε αυτό το μέγεθος είχαμε αμοιβαιοποίηση του χρέους».

Παράλληλα αναφέρθηκε στους κεντρικούς ευρωπαϊκούς στόχους της πράσινης μετάβασης, της ψηφιοποίησης της οικονομίας, της κοινωνικής συνοχής και της απασχόλησης. «Η αποτελεσματικότητα της απορρόφησης στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης θα αποτελέσει κλειδί στη συζήτηση που αφορά το μέλλον του δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ» ανέφερε χαρακτηριστικά.

«Στην αρχή της πανδημικής κρίσης και πριν ενεργοποιηθεί το Ταμείο Ανάκαμψης, το 2020 αλλά και σε μεγάλο κομμάτι του 2021 το βάρος της στήριξης νοικοκυριών, φυσικών, προσώπων, επιχειρήσεων κοκ το σήκωσαν οι Προϋπολογισμοί των χωρών-μελών που είχε ως συνέπεια τη μεγάλη αύξηση των ελλειμμάτων και αυτό με τη σειρά του είχε ως συνέπεια να αυξηθούν τα δημόσια χρέη. Πλέον μιλάμε για ένα χρέος κοντά σχεδόν στο 100% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ» τόνισε και στη συνέχεια αναφέρθηκε στην ελληνική περίπτωση. «Στην  Ελλάδα είχαμε τη μεγαλύτερη αύξηση δημοσίου χρέους από όλες τις χώρες (πέρυσι 206%, 202,9% για φέτος και 196,9% για την επόμενη χρονιά). Πέρυσι είχαμε τη δεύτερη μεγαλύτερη ύφεση σε επίπεδο Ευρωζώνης και φέτος θα έχουμε τη δεύτερη μεγαλύτερη ανάπτυξη, άρα σημαίνει ότι στο σύνολο αυτής της διετίας χρησιμοποιήσαμε πάρα πολλά χρήματα -περίπου 42 δισ. ευρώ- αλλά όχι με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο και αυτό θα πρέπει να το κρατήσουμε, αφού το στοίχημα για το Ταμείο Ανάκαμψης είναι ότι έρχονται πάρα πολλά χρήματα (32 δισ. Ταμείου συν πόροι ΕΣΠΑ και ΚΑΠ)».

Μιλώντας για τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί για τις αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας, σημείωσε ότι αυτή του ESM για αύξηση του ορίου χρέους από το 60% στο 100% του ΑΕΠ «σημαίνει αλλαγή της Συνθήκης της ΕΕ άρα σε μία Ευρώπη στην οποία υπάρχουν διάφορες έριδες καταλαβαίνουμε το βαθμό της δυσκολίας που υπάρχει».

Ο Δ. Λιάκος έκανε λόγο για μια σειρά από επίδικα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε τα επόμενα χρόνια ως Ευρώπη, ως χώρα αλλά και ως παγκόσμια κοινότητα, τα οποία θα απαιτήσουν πόρους: Το ζήτημα των διδαγμάτων της πανδημίας και την ανάγκη βελτίωσης των εθνικών συστημάτων υγείας, την κλιματική αλλαγή και την αναγκαία αύξηση των «πράσινων» επενδύσεων, το θέμα της ασφάλειας και αυτό της διαχείρισης του μεταναστευτικού/προσφυγικού ζητήματος.

«Πρέπει να αναθεωρηθεί το Σύμφωνο Σταθερότητας, να γίνει πιο ευέλικτο. Πρέπει να δοθεί μεγάλη βαρύτητα όχι στις πολιτικές λιτότητας που επικράτησαν τα προηγούμενα χρόνια και τελικά ήταν αναποτελεσματικές αλλά στο πώς θα αυξήσουμε το ΑΕΠ. Η πολλαπλασιαστική απορρόφηση του Ταμείου Ανάκαμψης θα βοηθήσει και να έχουμε πιο γρήγορη μείωση του χρέους και βελτίωση της απασχόλησης και της παραγωγικότητας, αλλά θα αποτελέσει και επιχείρημα ώστε ένας δημοσιονομικός μηχανισμός να είναι μόνιμος» τόνισε.

«Δεν πρέπει να περιοριστούμε μόνο στα ζητήματα οικονομικής πολιτικής, αλλά να βάλουμε στο επίκεντρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του σε όρους κοινωνικότητας, σε όρους συνεργασίας» κατέληξε.          

Η πανδημική κρίση αναδεικνύει για το οικονομικό παράδειγμα όσα δεν ανέδειξε η οικονομική κρίση – Οι πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία θα καθορίσουν τους συσχετισμούς για το ΣΣΑ

Ο Φίλιππος Σαχινίδης στην εισήγησή του έκανε μνεία στην ελλιπή και προς λάθος κατεύθυνση αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης υπογραμμίζοντας τη σημασία μιας δημοσιονομικής πολιτικής στην ΕΕ.

Συγκεκριμένα, υπογράμμισε τις λανθασμένες αποφάσεις που ελήφθησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και το θεσμικό πλαίσιο της λειτουργίας της Ευρωζώνης, όπως το ότι «δεν θα υπάρχει ένα κεντρικός σταθεροποιητικός μηχανισμός αλλά όλες οι αρμοδιότητες για τα όποια προβλήματα έπρεπε να περάσουν στους εθνικούς προϋπολογισμούς» ή και το πλαίσιο «για τους αυστηρούς κανόνες για το έλλειμμα και το χρέος. Τα πρώτα ανέφελα χρόνια λειτούργησαν με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο όμως αποδείχθηκε η αδυναμία μετά την εκδήλωση της πρώτης κρίσης (2008-09), που έφερε στο επίκεντρο της συζήτησης αν οι κανόνες που εφαρμόζονταν ήταν αποτελεσματικοί».

Ο κ. Σαχινίδης τόνισε ότι σε αντίθεση με τη σημερινή στάση της ΕΕ, στην έναρξη της οικονομικής κρίσης υπήρχε ένα διπλό πρόβλημα, ότι επικεφαλής της ΕΚΤ ήταν ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ και υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, οι οποίοι «επηρέασαν σε καθοριστικό βαθμό την εξέλιξη της κρίσης μαζί με την ανεπάρκεια και την αδυναμία των ευρωπαϊκών θεσμών να κατανοήσουν ότι το πρόβλημα της κρίσης του 2008-09 δεν ήταν ένα πρόβλημα ελληνικό όπως τότε προσπαθούσαν να πουν, αλλά ένα πρόβλημα ευρωπαϊκό που είχε να κάνει με τους ατελείς δημοσιονομικούς θεσμούς, με το ατελές θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της Ευρωζώνης και γι’ αυτό οδηγηθήκαμε στη μεγάλη κρίση και ύφεση της ελληνικής οικονομίας».

Και συνέχισε τονίζοντας ότι «εκείνο που δεν πέτυχε η κρίση του 2008-09 το πέτυχε η κρίση της πανδημίας -και αυτό είναι ένα παράδοξο, ότι μια υγειονομική κρίση οδηγεί σε αλλαγή του τρόπου σκέψης, της πρόσληψης της πραγματικότητας και ενδεχομένως σε μια αλλαγή οικονομικού παραδείγματος» ως προς τους δημοσιονομικούς κανόνες, αφού, όπως είπε «πλέον αρχίζει να αναγνωρίζεται ο ρόλος της δημοσιονομικής πολιτικής ως εξίσου σημαντικός».

Σύμφωνα με τον πρώην ΥΠΟΙΚ, «η συζήτηση που κυριαρχεί τώρα είναι πώς οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες, όποιοι κι αν είναι αυτοί, δεν θα εμποδίσουν την επανεκκίνηση των οικονομιών (και την κάλυψη του χαμένου εδάφους) αλλά και δεν θα προκαλέσουν εμπόδια στους δύο μεγάλους και κεντρικούς στόχους ΕΕ, στον ψηφιακό μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής οικονομίας και στο “πρασίνισμά” της. Διότι αν περάσουμε σε κανόνες που θα χτυπήσουν τις δημόσιες επενδύσεις, τότε πολύ φοβάμαι ότι θα οδηγηθούμε στα αδιέξοδα που μας οδήγησε το προηγούμενο δημοσιονομικό πλαίσιο».

Αναφερόμενος στο ζήτημα συμμαχιών εντός ΕΕ για τους δημοσιονομικούς κανόνες υπογράμμισε ότι οι εξελίξεις γύρω από το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας στη Γερμανία θα καθορίσουν το περιθώριο που υπάρχει. «Η συμμαχία θα πρέπει να συγκροτηθεί με βάση το χρέος» εκτιμώντας ως πιο πιθανό ένα μπλοκ χωρών όπως Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιταλία, αυτές έχουν κίνητρα να υποδείξουν στους υπόλοιπους Ευρωπαίους ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι χώρες με υψηλό δημοσιονομικό χρέος» ανέφερε.

Ως προς τις προτάσεις αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας, χαρακτήρισε λογική και κρίσιμη αυτή του ESM να αυξηθεί το χρέος από το 60% στο 100%, όμως, διευκρίνισε ότι «σε περίπτωση που δεν υιοθετηθεί η μόνη εναλλακτική είναι να καταργηθεί οριστικά ο κανόνας που ορίζει ότι σε ετήσια βάση θα πρέπει να μειώνεται το χρέος κατά το 1/20 της απόστασης από το 60% του ΑΕΠ μέχρι το επίπεδο που βρίσκεται το χρέος μιας χώρας. Για την Ελλάδα που βρίσκεται στο 200% το χρέος θα πρέπει να μειώνεται κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες, καταλαβαίνετε ποια είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα πρέπει να επιτευχθούν. Αυτό είναι αναποτελεσματικό και έξω από τις ανάγκες της χώρας γι’ αυτό οι κανόνες θα πρέπει να προσαρμόζονται το profile της εκάστοτε χώρας». Στο πλαίσιο αυτό,  έδωσε έμφαση στην ανάγκη ύπαρξης κανόνων που θα πείθουν τις αγορές ώστε, όταν περάσουμε στη νέα κανονικότητα, χώρες με πολύ υψηλό δημόσιο χρέος να μην «τιμωρηθούν» με πολύ υψηλότερο κόστος δανεισμού.  

Τέλος, επισήμανε ότι «όσοι πραγματικά πιστεύουν στον Κέινς θα πρέπει να συνειδητοποιούν ότι η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική είναι χρήσιμη και αναγκαία κατά τη διάρκεια της ύφεσης, αλλά όταν έχουμε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης θα πρέπει να δημιουργούμε πλεονάσματα έτσι ώστε να μειώνουμε το χρέος σε λογικά επίπεδα για να μπορούμε να έχουμε δημοσιονομικό χώρο. Γιατί μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι στις παρούσες συνθήκες ο δημοσιονομικός χώρος της Ελλάδας είναι μηδενικός και αυτός είναι μεγάλος κίνδυνος» τονίζοντας τη διασφάλιση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.

 

Αναγκαίο ένα νέο πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής στην ΕΕ – Ευάλωτη η ελληνική οικονομία

Ο Γιώργος Χουλιαράκης υπογράμμισε την ανάγκη αντικατάστασης των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από ένα νέο πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής, δίνοντας, παράλληλα, έμφαση στους κινδύνους που απειλούν την ελληνική οικονομία.

Προχώρησε σε τρεις παρατηρήσεις «οι οποίες θα έπρεπε να ήταν αυτονόητες, αλλά δεν αποτελούν κοινό τόπο ακόμη και ανάμεσα σε οικονομολόγους που ανήκουν στην Κεντροαριστερά και την Αριστερά», όπως είπε:

  • Ο συντονισμός της δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης είναι απολύτως αναγκαίος, ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος μετάδοσης κρίσεων χρέους από τη μια χώρα στην άλλη.
  • Ακόμη και χωρίς δημοσιονομικούς κανόνες, χωρίς δημοσιονομικό πλαίσιο η επιδίωξη δημοσιονομικής ισορροπίας είναι επίσης αναγκαία, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος αποκλεισμού από τις αγορές, αυτό που η Ελλάδα γνώρισε πριν από μία δεκαετία.
  • Η δημοσιονομική ισορροπία δεν αποκλείει την άσκηση προοδευτικής οικονομικής πολιτικής με τη μορφή της ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους, των συστημάτων υγείας, της μείωσης των ανισοτήτων αλλά και με τη μορφή άσκησης αντικυκλικής πολιτικής στην περίπτωση ύφεσης υπό δύο προϋποθέσεις: Η χώρα να έχει ικανούς πόρους να χρηματοδοτήσει τις δαπάνες της και σε καιρούς ανάπτυξης και ευημερίας θα πρέπει να είναι σε θέση να παράγει δημοσιονομικά πλεονάσματα, να δημιουργεί δημοσιονομικά αποθέματα που σε καιρούς κρίσης επιτρέπουν χωρίς κίνδυνο και χωρίς μεγάλη επιβάρυνση του χρέους να ασκεί αντικυκλική πολιτική.

Σύμφωνα με τον κ. Χουλιαράκη, «το σημερινό δημοσιονομικό πλαίσιο δεν εξυπηρετεί κανέναν από τους τρεις αυτούς στόχους» και εκτίμησε ότι το ΣΣΑ θα αναθεωρηθεί πρώτα απ’ όλα γιατί το επίπεδο του χρέους θα είναι στο τέλος του 2022 πολύ υψηλότερο απ' ότι ήταν προ πανδημίας, αλλά θα πρέπει να αναθεωρηθεί έτσι και αλλιώς για τους παραπάνω λόγους.

Μιλώντας για το οικονομικό περιβάλλον στην Ευρώπη και στον κόσμο μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί η συζήτηση για την αναθεώρηση του δημοσιονομικού πλαισίου, επισήμανε ότι «η οικονομική ανάκαμψη από την πανδημία σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ανισόμερη, με πάρα πολλές αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες να έχουν εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού και αργή ανάκαμψη και ταυτόχρονα πάρα πολύ υψηλά χρέη». Και προειδοποίησε ότι «όταν η υποστηρικτική πολιτική, η νομισματική πολιτική στις αναπτυγμένες οικονομίες και ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλάξει -υπάρχουν ήδη ενδείξεις ότι δεν θα καθυστερήσει η αλλαγή αυτή- η πιθανότητα κρίσης χρέους σε πάρα πολλές αναδυόμενες οικονομίες θα αυξηθεί σημαντικά και μαζί με αυτή και ο κίνδυνος μετάδοσης κρίσεων χρέους σε άλλες χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος και ειδικά στην ευρωπαϊκή περιφέρεια».

Για τη χώρα μας, προειδοποίησε ότι «η ελληνική οικονομία και ειδικά όσο δεν ανακτά επενδυτική βαθμίδα παραμένει ιδιαίτερα ευάλωτη σε αυτόν τον κίνδυνο μετάδοσης. Μου προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση δείχνει εξαιρετικά αισιόδοξη όχι μόνο για την πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας αλλά και για την πορεία των δημόσιων οικονομικών πιστεύοντας ότι αυτή τη φορά όλα θα είναι πολύ διαφορετικά απ' ότι ήταν σε προηγούμενες κρίσεις».

Επιδίωξη της χώρας, συνέχισε, «θα πρέπει να είναι ένα δημοσιονομικό πλαίσιο που θα διατηρεί τη βιωσιμότητα, θα ενισχύει την ευελιξία, αλλά θα επιτρέπει ταυτόχρονα τη σταδιακή προσαρμογή των δημοσιονομικών μεγεθών».

Σύμφωνα με τον Γ. Χουλιαράκη το σημερινό δημοσιονομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ακατάλληλο γιατί τρεις λόγους: i) Tο χρέος είναι πια πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι ήταν την προηγούμενη δεκαετία σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, ii) οι παράμετροι του σημερινού δημοσιονομικού πλαισίου είναι εξαιρετικά περίπλοκες, αφού στηρίζονται σε μεγέθη που δεν είναι παρατηρήσιμα αλλά χρειάζεται να εκτιμηθούν στατιστικά με αντίστοιχες αβεβαιότητες και iii) είναι αναξιόπιστο, αφού έχει παραβιαστεί επανειλημμένα από μεγάλες χώρες χωρίς καμία ποινή.

«Η κατάργηση του δημοσιονομικού πλαισίου θα πρέπει να συνοδευθεί από την αντικατάστασή του όχι με νέους κανόνες, αλλά με ένα νέο πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής» ανέφερε, με τα εξής χαρακτηριστικά: i) Θα εξαρτάται από την ανάλυση της βιωσιμότητας χρέους του κάθε κράτους-μέλους ξεχωριστά ii) θα στηρίζεται στη διμερή συζήτηση-διαπραγμάτευση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και κάθε κράτους-μέλους για το δημοσιονομικό μονοπάτι, iii) θα επιτρέπει σε μία χώρα να χρησιμοποιεί τα δικά της ταμειακά διαθέσιμα για να ασκεί επεκτατική πολιτική όταν χρειάζεται χωρίς να επιβαρύνει το χρέος, κάτι που δεν επιτρέπεται σύμφωνα με τους κανόνες, iv) θα εισαγάγει ένα νέο πλαίσιο διαχείρισης χρέους ως αποτέλεσμα κλονισμών που είναι κοινοί.

Το κόστος της μη επένδυσης στην πράσινη μετάβαση θα το πληρώσουν πολλαπλάσια οι κοινωνίες

Ο Ολιβιέ Βαρδακούλιας εστίασε στην αλλαγή δημοσιονομικού πλαισίου ως προϋπόθεση για την πράσινη μετάβαση, ιδίως για μια κοινωνικά δίκαιη περιβαλλοντική μετάβαση.

«Ένα από τα βασικά μαθήματα της πανδημίας είναι ότι απέναντι σε οξείες ενδογενείς και εξωγενείς κρίσεις τα εργαλεία οικονομικής πολιτικής (δημοσιονομικής και νομισματικής) και μπορούν και πρέπει να προσαρμόζονται αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση κοινωνικών αναγκών και στόχων» τόνισε, κάνοντας λόγο για το «τέλος της αυταπάτης ενός οικονομικού συστήματος που υφίσταται ανεξάρτητα από τις φυσικές διεργασίες του πλανήτη και των προεκτάσεων των συνεπειών τους στην οικονομία».

Ο κ. Βαρδακούλιας σημείωσε ότι «η αντιμετώπιση της κλιματικής και περιβαλλοντικής κατάρρευσης τόσο στο σκέλος του μετριασμού όσο και της προσαρμογής απαιτούν πολύ σημαντικές πρόσθετες επενδύσεις για το μετασχηματισμό του οικονομικού συστήματος και ταυτόχρονα η αποτυχία κινητοποίησης ενός επαρκούς επιπέδου επενδύσεων σήμερα θα μεταφραστεί σε ένα οικονομικό, κοινωνικό και δημοσιονομικό κόστος μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα». Στο πλαίσιο αυτό, ανέφερε ενδεικτικά ότι η εκτίμηση της Κομισιόν για τον στόχο απανθρακοποίησης ως το 2050 απαιτεί πρόσθετες ετήσιες επενδύσεις της τάξης των 2 μονάδων του ΑΕΠ σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Ταυτόχρονα, προειδοποίησε, επικαλούμενος σχετικές εκτιμήσεις, ότι οι πρόσθετες αναγκαίες επενδύσεις και δαπάνες αναμένεται να είναι μεγαλύτερες ιδίως για τις μεσογειακές χώρες οι οποίες αναμένεται να πληγούν δυσανάλογα.

Στη συνέχεια, αποδόμησε δύο μύθους που υφίστανται στη δημόσια συζήτηση, i) πως δεν απαιτείται περισσότερος δημοσιονομικός χώρος σε επίπεδο κρατών-μελών, άρα και ουσιαστική αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας γιατί το επενδυτικό κενό μπορεί να καλυφθεί μέσω ευρωπαϊκών πόρων και ii) πως ακόμη κι αν δεν επαρκούν οι ευρωπαϊκοί πόροι το σύνολο των πόρων μπορών να καλυφθεί από τον ιδιωτικό τομέα. «Σημαντικό μερίδιο όλων αυτών των πρόσθετων δαπανών απαιτείται να καλυφθεί μέσω των κρατών-μελών και μέσω αύξησης των δημοσίων επενδύσεων κάτι που προϋποθέτει τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο. Μια ενδεχόμενη επιστροφή στο προ-Covid μοντέλο μόνιμης δημοσιονομικής λιτότητας θα υποσκάψει ευθέως τη δυνατότητα των κ-μ -ιδίως αυτών με ευάλωτη δημοσιονομική θέση όπως η Ελλάδα- να κινητοποιήσουν τους επαρκείς δημόσιους πόρους για την εκπλήρωση αυτών των στόχων» τόνισε.

Χαρακτήρισε ενδιαφέρουσα μία πρόταση που υποστηρίζεται από ευρωπαϊκούς θεσμούς και φορείς κοινωνίας των πολιτών στην Ευρώπη τον λεγόμενο «πράσινο χρυσό κανόνα», με βάση τον οποίο, όταν υπολογίζεται η δημοσιονομική βιωσιμότητα θα μπορούν να εξαιρούνται από τη βάση υπολογισμού δημόσιου ελλείμματος και χρέους οι δημόσιες επενδύσεις που προορίζονται για την επίτευξη των στόχων της Πράσινης Συμφωνίας.

«Οι επιφανειακοί σημερινοί κανόνες για χρέη και ελλείμματα που αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο τακτικές και επενδυτικές δαπάνες, οφείλουν να αλλάξουν, όχι αδιάκριτα αλλά με την προσθήκη ρητρών που θα αποθαρρύνουν επενδύσεις με αρνητικό αντίκτυπο και να ενθαρρύνουν αυτές που συμβάλλουν στους κλιματικούς στόχους» υπογράμμισε και συμπλήρωσε: «Είναι αδιανόητο να απαιτείται από τα κράτη-μέλη να μην επενδύουν σήμερα για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, όταν το κόστος της μη επένδυσης θα το πληρώσει τελικά η κοινωνία διπλάσια αύριο, με την αντίστοιχη δημοσιονομική επίπτωση».

Και κατέληξε λέγοντας ότι «το στοίχημα είναι πολυδιάστατο ακουμπά πάνω σε πάρα πολλές πτυχές του μέλλον της Ελλάδας και Ευρώπης και θα πρέπει να μας απασχολεί το γιγάντιο επενδυτικό κενό που υπάρχει κυρίως για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προκλήσεων που έχουμε μπροστά μας».

Όλη η συζήτηση σε βίντεο: https://www.youtube.com/watch?v=vST5pzw-zzU&t=37s