«Οι ελληνικές αρχές λαμβάνουν την τελευταία δόση ευρωπαϊκής βοήθειας, αφού ο ΕΜΣ ενέκρινε την εκταμίευση 15 δισ. ευρώ προς την Αθήνα» γράφει η γαλλική Le Monde.

Το γραφείο του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα δεν παρέλειψε να δείξει την ικανοποίησή του χθες, Δευτέρα. «Η εκταμίευση της τελευταίας δόσης ευρωπαϊκής βοήθειας αποτελεί την τελευταία πράξη του δράματος των μνημονίων. Έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας, αλλά επιτέλους, ένας νέος ορίζοντας διαγράφεται για τη χώρα. Η Ελλάδα θα πρέπει τώρα "να πετάξει με τα δικά της φτερά"» αναφέρει μεταξύ άλλων η Le Monde για την έξοδο της Ελλάδα στις διεθνείς χρηματαγορές.

Την προηγούμενη εβδομάδα η Ελλάδα ανησυχούσε για την καθυστέρηση της εκταμίευσης και κατηγορούσε τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, ότι επιθυμούσε να μπλοκάρει τη διαδικασία, γιατί η ελληνική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να καθυστερήσει την αύξηση του ΦΠΑ σε πέντε νησιά που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της προσφυγικής κρίσης τα τελευταία τρία χρόνια, αναφέρει το δημοσίευμα. Το γερμανικό κοινοβούλιο ψήφισε τελικά ευνοϊκά στις 31 Ιουλίου. Κατά τη διάρκεια της κρίσης η Ελλάδα έλαβε περισσότερα από 273 δισ. ευρώ βοήθειας από τους δανειστές της, με αντάλλαγμα επώδυνες μεταρρυθμίσεις και πολλές φορές κατόπιν θορυβωδών διαπραγματεύσεων με το Βερολίνο.

Ο Αλέξης Τσίπρας σχεδιάζει να εφαρμόσει το πλάνο ανάπτυξης για τις πιο ευάλωτες ομάδες στις σκληρές συνέπειες της ύφεσης, που παρουσίασε τον Μάιο. Για τον Κλάους Ρέγκλινγκ δεν τίθεται θέμα να αφεθούν ανεξέλεγκτα τα ελλείμματα: «Η Ελλάδα θα πρέπει να αποδείξει στους εταίρους της και τις αγορές ότι είναι δεσμευμένη να μην ανατρέψει τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις και να ακολουθήσει τις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές αναγκαίες μακροχρόνια ώστε να γίνει μια συμπαγής οικονομία που παράγει ανάπτυξη και θέσεις εργασίας». Και ενώ Έλληνες και Ευρωπαίοι ένοιωθαν ικανοποιημένοι, το ΔΝΤ «έριξε λάδι στη φωτιά» στις 31/07 αμφισβητώντας τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του χρέους και δείχνοντας για άλλη μια φορά ότι δεν συγκλίνει με την ευρωπαϊκή ανάλυση. Η απόφανσή του αυτή διακινδυνεύει να διατηρήσει ακόμα περισσότερο την αμφιβολία των επενδυτών και «εκθέτει» την επιστροφή της χώρας στις αγορές.

Πιο ειδικά, το ΔΝΤ θεωρεί ότι μέτρα που έχουν μέχρι στιγμής ληφθεί θα έπρεπε να είναι αρκετά σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Παρόλα αυτά εκτιμά ότι, σε μακροχρόνιο ορίζοντα, οι προβλέψεις της Κομισιόν είναι υπερβολικά αισιόδοξες σχετικά με την ανάπτυξη και το πρωτογενές πλεόνασμα. Σύμφωνα με δικό του σενάριο, το κόστος του ελληνικού χρέους «θα εισέλθει σε μια διαρκή αύξηση μετά το 2038», σημειώνοντας μια έκρηξη των καθαρών χρηματοδοτικών αναγκών πέραν του ορίου του 20% του ΑΕΠ. Οι εκτελεστικοί διευθυντές του Ταμείου επιβεβαιώνουν ότι σε εκείνη τη χρονική στιγμή «μια επιπλέον ελάφρυνση θα ήταν αναγκαία για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά του χρέους». Η συμφωνία του Ιουνίου προβλέπει «επανεκτίμηση της κατάστασης το 2032 ώστε να καθοριστεί εάν απαιτούνται επιπλέον μέτρα ελάφρυνσης». Η διαδικασία αυτή, όμως, επιβεβαιώνει το ΔΝΤ, «θα πρέπει να υπακούει σε ρεαλιστικές υποθέσεις». Η Κομισιόν αντέδρασε σε αυτή την έκθεση βεβαιώνοντας ότι «η ελάφρυνση του χρέους ήταν αρκετή». «Οι Ευρωπαίοι είναι αυτοί που έχουν χρηματοδοτήσει το πρόγραμμα» ανέφερε εμφατικά σημειώνοντας ότι «το ΔΝΤ είναι γνωστό για τις συστηματικά απαισιόδοξες προβλέψεις του».