Η Θεοδώρα Λαζαρέτου, Δρ. Νομικής ΕΚΠΑ, DEA de Droit, Universite LYON III,  TADAT(IMF) assessor, εφοριακή υπάλληλος [1] γράφει στο ΕΝΑ για την αναγκαιότητα της ψηφιακής μεταρρύθμισης στη φορολογική διοίκηση, με στόχο την βελτίωση της αποτελεσματικότητάς της ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία, παραθέτοντας κατάλληλα εργαλεία προς την κατεύθυνση αυτή.

Οι συνθήκες που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη εποχή, η γεωπολιτική αβεβαιότητα, οι αλλαγές στο επιχειρηματικό πρότυπο, η ταχεία επέλαση της τεχνολογίας, οι διάδοχες οικονομικές κρίσεις (η μία λόγω της κρίσης χρέους και η άλλη λόγω της πανδημίας) φέρνουν εμφατικά στο προσκήνιο τη συζήτηση για την επάρκεια των φορολογικών εσόδων. Επάρκεια, που για ένα λόγο ακόμη, είναι αναγκαία για τη χρηματοδότηση της επούλωσης της καταστροφής και την επανεκκίνηση της οικονομίας.

Προϋπόθεση για την επάρκεια των φορολογικών εσόδων είναι η ικανή δράση της φορολογικής διοίκησης, ικανότητα που μπορεί να επιτευχθεί χάρις στο ψηφιακό  μετασχηματισμό της. Μάλιστα, τον Αύγουστο του 2017, με τη συμμετοχή διεθνών οργανισμών και ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, ιδρύθηκε η πλατφόρμα Digital Economy Taxation Network, σκοπός της οποίας είναι η έρευνα σε θέματα που σχετίζονται με την τεχνολογία και τη φορολογική διοίκηση – έρευνα που αποσκοπεί ακριβώς στη βελτιστοποίηση  της  ικανότητας της φορολογικής διοίκησης. Οι μέχρι τώρα δράσεις σε περισσότερες χώρες [2] επιβεβαιώνουν τη μεταρρυθμιστική δυναμική – τα αποτελέσματα της οποίας είναι χρήσιμα για τη χώρα μας, όπου η «πάταξη» της φοροδιαφυγής/φοροαποφυγής και η «λειτουργική αναβάθμιση» της φορολογικής διοίκησης  είναι διαχρονικό ζητούμενο.

Η μεταρρυθμιστική  προσπάθεια, ως διεθνής γενική τάση, επικεντρώνεται στη βελτιστοποίηση της ικανότητας της φορολογικής διοίκησης να συλλέγει πληροφορίες και να τις αξιοποιεί προς όφελος της ακεραιότητας των δημοσίων εσόδων με τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας. Η τεχνολογία προσδίδει στη Διοίκηση τη δυνατότητα για ακριβή τήρηση στοιχείων φορολογουμένων (μητρώο), για αποτελεσματικό σύστημα ανάλυσης κινδύνου φορολογικών υποθέσεων προς έλεγχο, για ουσιαστική υποστήριξη της φορολογικής συμμόρφωσης, για άμεση (χρονικά) υποβολή των φορολογικών δηλώσεων, για άμεση (χρονικά) καταβολή του φόρου, για διασφάλιση υποβολής δηλώσεων με το ορθό φορολογικά περιεχόμενο και, τέλος, για αποτελεσματική επίλυση των φορολογικών διαφορών. Η προοπτική της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας είναι η αυτοματοποίηση στην καθημερινή λειτουργία της φορολογικής διοίκησης, στο σχεδιασμό της φορολογικής απόφασης και διαδικασίας, καθώς και στην αποτίμηση της πορείας των δημοσίων εσόδων. Με άλλα λόγια, η μεταρρύθμιση επιδιώκει, η σύμπραξη του ανθρώπινου νου, των διοικητικών διαδικασιών και της τεχνολογίας να φέρει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

Είναι βέβαιο πλέον ότι η ψηφιοποίηση τείνει να μεταρρυθμίσει το λειτουργικό μοντέλο της φορολογικής διοίκησης.  Αν και κάθε πρόβλεψη  για το  μεταρρυθμιστικό εύρος είναι σε συζήτηση, έχει αρχίσει να διαφαίνεται ότι η ψηφιοποίηση μεταρρυθμίζει κατά πρώτον τη φορολογική διαδικασία την οποία και αυτοματοποιεί (η ανθρώπινη συνεισφορά και παρέμβαση περιορίζεται στην ανάλυση δεδομένων και την επιθεώρηση της διοικητικής λειτουργίας) και κατά δεύτερον, τον τρόπο λήψης της απόφασης (με την αξιοποίηση της ποιοτικής συλλογής πληροφορίας, τη διαχείριση της πληροφορίας μέσω της αναλυτικής διαδικασίας και τη μετατροπή του αποτελέσματος σε δράση).

Καθοριστική συνέπεια των παραπάνω είναι και η αλλαγή στην άσκηση της διοικητικής εξουσίας. Η αυτοματοποίηση και η συνακόλουθη συστηματική τυποποίηση των διαδικασιών (standardization) αυξάνει την τάση, η άσκηση των λειτουργιών της διοίκησης να γίνεται σε όλο και πιο κεντρικό επίπεδο. Παρόμοια τάση παρατηρείται και στις επιχειρήσεις, όπου η απόλυτη τυποποίηση των διαδικασιών επικοινωνίας και συναλλαγής μεταξύ διοίκησης και πελάτη επιτρέπει την διεκπεραίωση τους σε κεντρικό επίπεδο, με παράλληλη μείωση του λειτουργικού  κόστους.

Σε επίπεδο εφαρμοσμένης διοικητικής πρακτικής η ψηφιοποίηση της φορολογικής διοίκησης  αφορά ειδικότερα στην ικανότητα για: α) άμεση συλλογή του φόρου, β) ευρεία συλλογή πληροφορίας για τη φορολογική και εν γένει οικονομική κατάσταση των φορολογουμένων, γ) φορολογικό έλεγχο που βασίζεται όλο και περισσότερο στα ψηφιακά συλλεχθέντα στοιχεία και δ) λήψη  απόφασης που εμπεριέχει μια περισσότερο στρατηγική και αξιολογική κατανόηση  των τεχνολογικών δυνατοτήτων. Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι, χάρις στην τεχνολογία, η φορολογική διοίκηση αποκτά πλεονεκτήματα στη δράση της  (ταχύτητα, ακρίβεια, αμεσότητα στο χρόνο), ενώ νέες έννοιες όπως η  συλλογή, αποθήκευση, ανάλυση, οπτικοποίηση, αναζήτηση δεδομένων (data) της γίνονται οικείες. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι, ποιες ψηφιακές επενδύσεις χρειάζεται να γίνουν προκειμένου η φορολογική διοίκηση να επιτύχει τα παραπάνω. Η απάντηση καθορίζεται από τις εργασίες που επιλέγονται να εκτελεστούν ψηφιακά.

Το είδος της πληροφορίας και ο τρόπος που αυτή συλλέγεται γίνεται όλο και μια πιο ελκυστική προοπτική γιατί επιτρέπει την αμεσότητα στη δράση[3]. Η πρόσβαση σε πληροφορία και δεδομένα που διακινούνται διασυνοριακά αυξάνει το βαθμό διαφάνειας, αφού πλέον είναι διαθέσιμη σαφέστερη εικόνα του φορολογούμενου σε σχέση με τους λογαριασμούς του και τις συναλλαγές του. Φορολογικά στοιχεία μπορούν πλέον να διαβιβάζονται ηλεκτρονικά σε πραγματικό χρόνο (real time reporting) και όχι σε εκ των υστέρων περιοδικό χρόνο. Η καθημερινή διεκπεραίωση εργασιών μπορεί να γίνει ψηφιακά με ταχύτητα και ακρίβεια, χωρίς την ανάγκη φυσικής παρουσίας – αλλάζοντας έτσι τον τρόπο συναλλαγής και των επιχειρήσεων. Οι φορολογικές λειτουργίες μεταρρυθμίζονται σε ψηφιακές και έτσι επιτυγχάνεται η αυτοματοποίηση. Μάλιστα η τεχνολογία μπορεί να επιτρέψει την πρόβλεψη του κινδύνου φοροδιαφυγής /φοροαποφυγής στον έλεγχο και στην είσπραξη.

Μπορούμε να φανταστούμε στην τρέχουσα λειτουργία της φορολογικής διοίκησης η τεχνολογία να επιτρέπει την ορθή αποτύπωση της φορολογητέας ύλης, την είσπραξη των φορολογικών οφειλών και τη συμμόρφωση χάρις στην ανάλυση της πληροφορίας. Ανάλυση που δίνει το ύψος των εισοδημάτων των φορολογουμένων, επιλέγει υποθέσεις προς έλεγχο και παρακολουθεί τη ροή του χρήματος, Επίσης μπορούμε να φανταστούμε τον ψηφιακό εντοπισμό των ηλεκτρονικών συναλλαγών, την αυτόματη διασταύρωση με τη χρήση μηχανών αναζήτησης (search robot) και τον εντοπισμό μη κανονικών συναλλακτικών συμπεριφορών μέσω της online διασύνδεσης των ταμειακών μηχανισμών με τη Διοίκηση.

Η χρήση του προτύπου SAF-T και της ηλεκτρονικής τιμολόγησης σε πραγματικό χρόνο δίνει εργαλεία φορολογικής συμμόρφωσης και διαδικασίες επικοινωνίας απλές και χρονικά σύντομες. Ακόμη μπορούμε να φανταστούμε την είσπραξη, την  αυτόματη συλλογή του φόρου από τα χρηματικά αποθέματα του οφειλέτη και την αυτοματοποιημένη καταβολή του φόρου. Τέλος μπορούμε να φανταστούμε την παρατήρηση της συμπεριφοριστικής προσέγγισης των φορολογουμένων και την εξαγωγή συμπερασμάτων.

Οι παραπάνω εργασίες χαρακτηρίζονται από τη συσσώρευση δεδομένων (data) που έχουν όγκο, ποικιλία, δημιουργούνται και συλλέγονται ταχύτατα, ενώ το ζητούμενο είναι η αναζήτηση εκείνης της πληροφορίας που έχει την αξία. Για την αξία, δηλαδή την απόσπαση της πληροφορίας εκείνης που μπορεί να xρησιμοποιηθεί για τη λήψη της κάθε απόφασης, αναγκαία είναι η ανεύρεση της αξιοπιστίας, της ορθότητας, της εγκυρότητας και της αυθεντικότητας. Μοιραία η έμφαση της διοικητικής  δράσης τοποθετείται πλέον στη διαχείριση αυτών των δεδομένων, στην εξόρυξη και στην ανάλυσή τους. Τεχνικές όπως διαχείριση δεδομένων (data management), εξαγωγή δεδομένων (data extraction), τεχνικές αναλυτικής και αλγορίθμων, χρήση τεχνολογίας extraction and scraping καθώς και εργαλείων analytics εκτιμώνται πλέον ως οι ενδεδειγμένες για τη σύγχρονη φορολογική δράσης. Προχωρημένες στατιστικές μέθοδοι και μέθοδοι μηχανικής μάθησης χρησιμοποιούνται για την ανεύρεση των κανόνων συσχέτισης των δεδομένων και τη διατύπωση προβλέψεων στο χρόνο. Εξόρυξη δεδομένων (Data mining) και εξόρυξη κειμένου (text mining) είναι οι τεχνικές για την επιλογή υποθέσεων προς έλεγχο και τη δημιουργία επιτυχών μοντέλων πρόβλεψης και συναισθηματικής ανάλυσης δεδομένων για τον εντοπισμό της φορολογικής συμπεριφοράς. Παράλληλα η εξέλιξη της ρομποτικής, της τεχνητής νοημοσύνης και της μηχανικής μάθησης και η εισαγωγή της τεχνολογίας blockchain για την αποτύπωση συναλλαγών υπόσχονται νέες δυνατότητες στην εφαρμοσμένη διοικητική πρακτική (αναδιοργάνωση και πλήρης αυτοματοποίηση των πληρωμών, καταγραφές περιουσιακών στοιχείων, εντοπισμός λαθών, διόρθωση της πληροφορίας, υπολογισμός του οφέλους για τα δημόσια έσοδα από τη χρήση των τεχνολογικών μεθόδων κ.ά.)

Καταληκτικά, το ψηφιακό περιβάλλον προσφέρει τη δυνατότητα στη φορολογική διοίκηση – συμπεριλαμβανομένης και αυτής της χώρας μας – για άμεση, ορθή και ακριβή πληροφορία, τον καταλογισμό του φόρου για την αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη σε άμεσο φορολογικό χρόνο, καθώς και την αναγκαστική είσπραξη των φορολογικών οφειλών από εκείνους που καταχρηστικά δεν καταβάλλουν.

Στις ημέρες μας, που τα δημόσια έσοδα είναι αναγκαία όσο ποτέ για την εξυπηρέτηση των αναγκών της δημόσιας υγείας και παιδείας και τον επανακαθορισμό του παραγωγικού προτύπου σε όφελος της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και διασφάλισης της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, η συζήτηση για τη ψηφιακή μεταρρύθμιση της φορολογικής διοίκησης και τη δυναμική αυτής της μεταρρύθμισης εκ των πραγμάτων τοποθετείται στο  προσκήνιο.

Βιβλιογραφικές αναφορές

EU, TAXUD (conference), Vat in the digital age, 6 Dec 2019, Brussels.

German Research Center for Artificial Intelligence, WTS study, Artificial Intelligence in the Taxation World, 2017.

OECD, Measures of tax compliance outcomes, a practical guide, 2014.

Digital economy tax network: https://www.wu.ac.at/en/taxlaw/institute/gtpc/current-projects/tax-and-technology/

[1] Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν κείμενο είναι προσωπικές.

[2] Χώρες που έχουν προχωρήσει στη ψηφιακή μεταρρύθμιση των φορολογικών τους διοικήσεων είναι  η Ν. Ζηλανδία, το Χονγκ Κονγκ, το Ηνωμένο Βασίλειο και ο Καναδάς.

[3] Περισσότερες είναι οι διεθνείς συμφωνίες για την ανταλλαγή μεγάλου όγκου πληροφοριών με στόχο την  αποκάλυψη αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης: η US Foreign Account Tax compliance Act – FATCA, το Κοινό Πρότυπο Αναφοράς του ΟΟΣΑ, common reporting Standard – CRS, η Ευρωπαϊκή οδηγία 2014/107/ΕΕ της 9ης Δεκεμβρίου 2014 για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον φορολογικό τομέα και οι σχετικές με αυτήν οδηγίες 2016/881, 2015/2376, η Αναφορά ανά Χώρα στο πλαίσιο δράσης 13 OECD-BEPS, οι Συμβάσεις αποφυγής διπλής φορολογίας. Πληροφορίες διαφόρου περιεχομένου όπως, καταθέσεις χρημάτων, χρηματοπιστωτικά προϊόντα, αριθμός εργαζομένων, μετοχικό κεφάλαιο, συσσωρευμένα κέρδη, υλικά περιουσιακά στοιχεία, συμφωνίες ενδο-ομιλικής τιμολόγησης (APAs), φορολογικές αποφάσεις τύπου tax rulings ανταλλάσσονται συστηματικά μεταξύ των κρατών. Ένα δείγμα αυτού του όγκου είναι ότι μέχρι τον Ιούνιο 2017 τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης  είχαν ανταλλάξει πληροφορίες για 16 εκατ. φορολογούμενους.