Κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι τιμές των πρώτων υλών τροφίμων είχαν μεγάλη άνοδο. Οι τιμές των τροφίμων έχουν αυξηθεί εδώ και πολλούς μήνες, ασκώντας πιέσεις στα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Περισσότερο από 700 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν κάτω από το επίπεδο της φτώχειας, με 1,67 ευρώ την ημέρα.

Του Σπύρου Αξαρλή

ΟΙ ΑΣΤΑΘΕΙΕΣ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝΤΑΙ

Στο παρελθόν, οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων συνέπιπταν με περιόδους κοινωνικών αναταραχών. Σήμερα, μία συνεχής αύξηση των τιμών θα μπορούσε να προκαλέσει κοινωνικές αναταραχές στις πιο φτωχές και ταυτόχρονα πολιτικά και οικονομικά ασταθείς χώρες, πυροδοτώντας πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις, οι οποίες θα επηρέαζαν περιοχές στις οποίες η πανδημία δημιουργεί οικονομικές δυσκολίες και πολιτικές τριβές.

Οι αυξανόμενες τιμές σε αλληλοσυνδεόμενες οικονομίες δημιουργούν τον κίνδυνο γέννησης ενός νέου προστατευτισμού. Και αυτό το ενδεχόμενο θα επηρεάσει τις λιγότερο αυτάρκεις χώρες με τη μικρότερη διαπραγματευτική ισχύ. Για παράδειγμα, οι χώρες της Μέσης Ανατολής δεν είναι αυτάρκεις, αλλά διαθέτουν οικονομικούς πόρους και πολιτική ισχύ για να δημιουργήσουν μεγάλα αποθέματα τροφίμων, αποδυναμώνοντας χώρες που είναι πλούσιες σε πρώτες ύλες, αλλά αδύναμες οικονομικά και πολιτικά.

Αρκετές κυβερνήσεις δείχνουν ανήσυχες γιατί αυτή η διαρκής αύξηση των τιμών, μπορεί να διαρκέσει πέραν των αρχών του 2021, όπως έλεγαν οι μέχρι σήμερα προβλέψεις.

Οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων το 2008, δημιούργησαν αστάθεια στις φτωχότερες χώρες του Νότου, ενώ αυτές του 2010-2011 που ακολούθησαν την απαγόρευση εξαγωγής σιτηρών από τη Ρωσία, βοήθησαν στην εξάπλωση της Αραβικής Άνοιξης.

Ο FAO έχει αναπτύξει έναν δείκτη μέτρησης επικινδυνότητας, ο οποίος παρατηρεί την εξάρτηση μίας οικονομίας από τις εισαγωγές πρώτων υλών τροφίμων [1]. Οι χώρες που κινδυνεύουν περισσότερο είναι αυτές της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής και ένα μέρος της Κεντρικής Αφρικής. Υπάρχουν όμως απειλές, λιγότερο μεγάλες και για χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ιταλία, η Γερμανία και η Ισπανία. Οι μεγαλύτερες εξαγωγικές χώρες είναι οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Ρωσία και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΔΗΜΙΑ

Σύμφωνα με τον FAO, οι τιμές αυξάνονται συνεχώς εδώ και 10 μήνες, ξεπερνώντας το 20% σε μηνιαία βάση. Μόνο τον Φεβρουάριο, η αύξηση ήταν 2,4% σε σχέση με τον Ιανουάριο, στον οποίον οι τιμές αυξήθηκαν 2% σε σχέση με τον Δεκέμβριο 2020. Οι τιμές έχουν ήδη υπερβεί τα υψηλά επίπεδα του Ιουλίου 2014 [2]. Στην ΕΕ οι τιμές έχουν αυξηθεί κατά μέσο όρο 2,1%, ενώ στις ΗΠΑ κατά 3%, σχεδόν διπλάσια από το ποσοστό του πληθωρισμού.

Με την έναρξη της πανδημίας τον Φεβρουάριο 2020, οι τιμές κατέρρευσαν διαψεύδοντας τις προσδοκίες όσων προέβλεπαν μία αύξηση του πληθωρισμού. Αντίθετα, εμφανίστηκε μία αύξηση του αποπληθωρισμού που συνδέεται με τη γενικευμένη καθίζηση των οικονομιών και την αποδιάρθρωση διαφόρων οικονομικών κλάδων. Η πτώση στις τιμές του πετρελαίου, σχεδόν εξαφάνισε τη ζήτηση για βιοκαύσιμα, μειώνοντας τις τιμές τους. Αυτή η πτωτική πορεία αναστράφηκε με την επαναλειτουργία της οικονομίας, τον Ιούνιο 2020.

Η κύρια ώθηση δόθηκε από την αύξηση των τιμών των φυσικών ελαίων και των σιτηρών, ενώ οι αυξήσεις στις τιμές της ζάχαρης και των γαλακτοκομικών προϊόντων ήταν πιο περιορισμένες. Οι λόγοι αυτών των αυξήσεων είναι πολλοί: η κλιματική αλλαγή που πλήττει την πρωτογενή παραγωγή, οι μεγάλες περίοδοι ξηρασίας που πλήττουν τη Νότια Αμερική, τα φαινόμενα τύπου Ελ Νίνιο, οι καταιγίδες στο Τέξας, οι μεγάλες πυρκαγιές σε πολλές περιοχές του κόσμου, οι οικονομικές δυσκολίες που δημιούργησε η πανδημία, οι προσπάθειες μεγάλων χωρών, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία και οι χώρες της Μέσης Ανατολής που δεν έχουν δική τους παραγωγή, να διασφαλίσουν για τον εαυτό τους όλες τις πρώτες ύλες τροφίμων.

Τα προηγούμενα επιβεβαιώνουν ότι οι αυξήσεις στις τιμές δεν αποτελούν μία απλή συνέπεια της πτώσης τους στις αρχές της πανδημίας την περίοδο Φεβρουαρίου-Μαΐου 2020, αλλά προέρχονται από αλλαγές στη στρατηγική διαφόρων χωρών, καθώς και από αλλαγές στις συνήθειες μεγάλου μέρους των καταναλωτών.

Οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων προστίθενται στην κόπωση που πληθυσμού από τη διάρκεια της πανδημίας, διαμορφώνοντας μεγαλύτερες πιέσεις στις κυβερνήσεις, οι οποίες έχουν στη διάθεσή τους λίγα εργαλεία, δεδομένου ότι οι εφοδιαστικές αλυσίδες είναι παγκόσμιες.

Οι χώρες που μέχρι τώρα έχουν μεγαλύτερες επιπτώσεις είναι η Βραζιλία, η Ινδία που παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησής της να ελέγξει τις τιμές με υποκατάστατα, αποδιοργανώνεται από αγροτικές κινητοποιήσεις, το Κασμίρ που συνταράσσεται από βίαιες διαδηλώσεις, η Νιγηρία στην οποία οι επιθέσεις σε αγρότες και οι δυσλειτουργίες του συστήματος διανομής έχουν αυξήσει τις τιμές και το Σουδάν, στο οποίο ο πληθωρισμός είναι τριψήφιος και η τιμή του ψωμιού έχει διπλασιαστεί, πυροδοτώντας διαδηλώσεις των αγροτών κατά της κυβέρνησης.

Προς το παρόν, οι ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν κινητοποιηθεί, αλλά θα χρειαστεί η κινητοποίηση και της ΕΕ για να παρέμβει με στόχο την παρεμπόδιση της αύξησης των τιμών των τροφίμων σε παγκόσμια κλίμακα. Αν οι αυξήσεις αυτές συνεχιστούν, τότε δεν αποκλείεται να ενεργοποιηθεί ένα σπιράλ αρνητικών συμπεριφορών όλων των χωρών, γεγονός που θα δημιουργήσει επιπρόσθετα προβλήματα στην ΕΕ, η οποία έχει αποδείξει, μέσα από τη διαχείριση των εμβολίων, ότι δεν έχει την πολιτική επάρκεια να παρεμβαίνει επιτυχώς σε δύσκολες καταστάσεις.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] http://www.fao.org/3/ca5724en/CA5724EN.pdf

[2] http://www.fao.org/worldfoodsituation/foodpricesindex/en/

Πηγή:geoeurope.org