Κόντρα σε κάθε οικονομική θεωρία, η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας μείωσε το επιτόκιο αναφοράς της στο 9% από 10,5%, παρόλο που ο πληθωρισμός έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων σχεδόν 25 ετών τον Οκτώβριο.

Γενικά η τράπεζα είχε αφήσει να διαφανούν οι προθέσεις της και αναμενόταν σε μεγάλο βαθμό να μειώσει τα επιτόκια στο 9%.

Υπενθυμίζεται, πως ενώ οι κεντρικές τράπεζες σε όλον τον κόσμο αυξάνουν το κόστος του χρήματος με σκοπό να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό, στην Τουρκία, η οποία ακολουθεί την αντίθετη πορεία, ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε στο αστρονομικό 85,5% τον Οκτώβριο σε ετήσια βάση, επιταχυνόμενος από άνοδο 83,5% τον Σεπτέμβριο.

«Λαμβάνοντας υπόψη τους αυξανόμενους κινδύνους σχετικά με την παγκόσμια ζήτηση, η Επιτροπή εκτίμησε ότι το τρέχον επιτόκιο πολιτικής είναι επαρκές και αποφάσισε να τερματίσει τον κύκλο μείωσης των επιτοκίων που ξεκίνησε τον Αύγουστο», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η κεντρική τράπεζα.

Ο Ερντογάν επί μήνες συνέχισε να επιμένει ότι η αύξηση των επιτοκίων, θα έβλαπτε την τουρκική οικονομία, μια επιμονή που υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι έχει προκαλέσει σημαντική υποτίμηση του νομίσματος της λίρας και πυρόδοτησε τον πληθωρισμό. Ο πρόεδρος έχει στο παρελθόν δηλώσει επανειλημμένα τον στόχο του να μειώσει το επιτόκιο της χώρας σε μονοψήφια επίπεδα μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους.

«Ενώ οι αρνητικές συνέπειες των περιορισμών της προσφοράς σε ορισμένους τομείς, ιδιαίτερα των βασικών τροφίμων, έχουν αμβλυνθεί από τις στρατηγικές λύσεις που εφαρμόζει η Τουρκία, η ανοδική τάση στις τιμές παραγωγού και καταναλωτή συνεχίζεται σε διεθνή κλίμακα», ανέφερε η κεντρική τράπεζα.

«Οι επιπτώσεις του υψηλού παγκόσμιου πληθωρισμού στις προσδοκίες για τον πληθωρισμό και στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές παρακολουθούνται στενά. Επιπλέον, οι κεντρικές τράπεζες στις προηγμένες οικονομίες τονίζουν ότι η άνοδος του πληθωρισμού μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως λόγω του υψηλού επιπέδου των τιμών της ενέργειας, των ανισορροπιών μεταξύ προσφοράς και ζήτησης και των δυσκαμψιών στις αγορές εργασίας», πρόσθεσε.