Σε 18,7 δισ. ευρώ ανέρχεται το ανεκτέλεστο υπόλοιπο έργων υποδομών στην Ελλάδα παρουσιάζοντας μικρή μείωση, σύμφωνα με τη μελέτη της PricewatehouseCoopers Ελλάδας «Υποδομές-Χρηματοδοτώντας το Μέλλον».

Η μελέτη καλύπτει τα έργα υποδομών (μεταφορές, ενέργεια, αναβάθμιση τουριστικού προϊόντος, ύδρευση και διαχείριση αποβλήτων) που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη ή σε προχωρημένο σχεδιασμό. Βάσει της μελέτης, 11,1 δισ. ευρώ εκ του συνόλου των 18,7 δισ. ευρώ αφορά σε έργα που βρίσκονται σε εξέλιξη.

Από τα 75 έργα που προγραμματίζονται να παραδοθούν έως το 2023, η ενέργεια καλύπτει το 38%, οι σιδηρόδρομοι και τα έργα σε μετρό/τραμ το 36% και οι οδικές συγκοινωνίες το 15%. Ωστόσο, 37 έργα αξίας 9 δισ. ευρώ υλοποιούνται χωρίς σαφές χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης.

Αναφορικά με τον κλάδο υποδομών, ο αριθμός των έργων σε εξέλιξη ή σχεδιασμό δεν έχει μειωθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης, με την αξία τους να ανέρχεται σε 18,7 δισ. ευρώ μέχρι το 2023. Συγκεκριμένα, από το 2014 έως το 2017 ολοκληρώθηκαν 25 έργα με συνολικό προϋπολογισμό 7,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων ο αυτοκινητόδρομος «Ολυμπία Οδός» με προϋπολογισμό 1,5 δισ. ευρώ και ο Μορέας (1 δισ. ευρώ) αποτελούν τα μεγαλύτερα έργα.

Σε επίπεδο υλοποίησης, τα περισσότερα έργα ενέργειας και σιδηρόδρομων είναι σε εξέλιξη, με τέσσερα από τα τελευταία να βρίσκονται σε τελικό στάδιο παράδοσης, ενώ τα έργα αναβάθμισης του τουριστικού προϊόντος βρίσκονται σε αρχικό στάδιο ανάπτυξης, με τον σχεδιασμό 62% εξ αυτών να μην έχει ολοκληρωθεί.

Οι κύριοι παράγοντες που συμβάλλουν στην έλλειψη χρηματοδότησης των έργων υποδομής είναι ο κακός σχεδιασμός, η αργή διαδικασία πολιτικής συναίνεσης και οι καθυστερήσεις.

Ζωτικής σημασίας για την αναζωογόνηση των επενδύσεων σε έργα υποδομών είναι η αποτελεσματική απορρόφηση των προγραμμάτων του νέου ΕΣΠΑ, η δημιουργία κινήτρων για τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα με τη μορφή παραχωρήσεων και η σταδιακή αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης. Μέσω του νέου ΕΣΠΑ, από το 2014 έως το 2020 αναμένεται να αντληθούν 8,7 δισ. ευρώ για χρηματοδότηση έργων υποδομών.

Οι ΣΔΙΤ και τα Ομόλογα Έργου θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη μεγαλύτερη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στη χρηματοδότηση των έργων υποδομών, εμπλουτίζοντας τα χαρτοφυλάκια των θεσμικών επενδυτών με χαμηλού κινδύνου προϊόντα, αλλά προϋπόθεση αποτελούν η βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και η μείωση της πολιτικής αβεβαιότητας.