Σε αυξημένη θέση επιφυλακής για τον επόμενο ενάμιση μήνα, θέτουν τις τράπεζες οι χθεσινές δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ σχετικά με την ανησυχία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για σημαντική επιδείνωση της οικονομίας της Ευρωζώνης και περαιτέρω αύξηση των τιμών.

Η επικεφαλής της ΕΚΤ είπε ότι ο αντίκτυπος του πολέμου στην Ουκρανία έχει επηρεάσει σημαντικά τις προοπτικές της οικονομίας και έχει οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση των ενεργειακών τιμών, οι οποίες με τη σειρά τους ανεβάζουν τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη.

Οι δηλώσεις αυτές βάζουν σε αυξημένη επιφυλακή τις ελληνικές τράπεζες, με τον επόμενο ενάμιση μήνα να είναι κρίσιμος, καθώς θα δείξει τις επιπτώσεις της ακρίβειας και της αβεβαιότητας σε δύο «βαρόμετρα» για τις τράπεζες: τα δάνεια – παλαιά και νέα – και τον Τουρισμό.

Από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, οι ελληνικές τράπεζες πορεύονταν με την προσδοκία σύντομης λήξης του και αποκατάστασης της «παροδικής» αναταραχής στο μέτωπο των πληθωριστικών πιέσεων. Ωστόσο, την Κυριακή του Πάσχα των Ορθοδόξων θα συμπληρωθούν δύο μήνες από τη ρωσική εισβολή, με κάθε άλλο παρά ορατή μία εκτόνωση στο πολεμικό, αλλά και το οικονομικό σκέλος των κυρώσεων και με τον πληθωρισμό να σκαρφαλώνει ολοένα σε υψηλότερα επίπεδα. Τον Μάρτιο ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε στην Ελλάδα στο 8,9%, σε υψηλά 27 ετών και κοντά στο ρεκόρ πληθωρισμού 10,7% το 1994, ενώ ο μέσος όρος του στην Ευρώπη ήταν στο 7,5%, με κάποιες χώρες να βλέπουν διψήφια ποσοστά, ακόμη και στο 15%.

Όπως αναφέρουν τραπεζίτες στο insider.gr, οι τράπεζες παρακολουθούν στενά τα χαρτοφυλάκια των δανείων τους από την αρχή της κρίσης και μέχρι στιγμής δεν διαπιστώνουν ανησυχητικά δείγματα στις ροές αποπληρωμών. Η παρατεταμένη διάρκεια του πολέμου, ωστόσο, και το γεγονός ότι ακόμη και όταν τερματιστούν οι εχθροπραξίες δεν θα αρθούν αυτόματα οι κυρώσεις και θα απαιτηθεί χρόνος για την αποκατάσταση της κανονικότητας σε ένα ευρύ φάσμα πεδίων συνδεδεμένων με τον πληθωρισμό (ενέργεια, καλλιεργήσιμη γη – σιτηρά κ.ο.κ.), εντείνει το επίπεδο συναγερμού. Η ακρίβεια αποτελεί το βασικό ζήτημα και θα πλήξει ιδιαιτέρως τα χαμηλότερα εισοδήματα. Επομένως, αυξάνεται ο κίνδυνος για αθετήσεις πληρωμών και δημιουργία νέων κόκκινων δανείων.

Την ίδια στιγμή, θα πληγεί και η νέα παραγωγή δανείων. Ήδη οι τράπεζες διαπιστώνουν «φρενάρισμα» στις νέες αιτήσεις για λήψη δανείων από φυσικά πρόσωπα, καθώς τα νοικοκυριά διστάζουν να ανοιχτούν, φοβούμενα ότι το εισόδημά τους θα συρρικνωθεί, ενώ μπορεί να βρεθούν αντιμέτωπα και με ανεργία. Ήδη, όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη στο insider.gr, στην αγορά των στεγαστικών δανείων οι εκταμιεύσεις μειώθηκαν το α’ τρίμηνο του 2022 κατά 11% σε σχέση με το δ' τρίμηνο του 2021 και ανήλθαν σε 256 εκατ. ευρώ. Αντίστοιχα, οι αιτήσεις στεγαστικών δανείων το α’ τρίμηνο του 2022 μειώθηκαν κατά 5% περίπου σε σχέση με το δ' τρίμηνο του 2021.

Από την άλλη πλευρά, πάντως, σημειώνεται μέχρι και σήμερα αύξηση της ζήτησης για δάνεια από τις επιχειρήσεις, οι οποίες επιθυμούν να δημιουργήσουν αποθέματα εξαιτίας της ίδιας αβεβαιότητας.

Ο επόμενος ενάμιση μήνας αυξημένης επιφυλακής για τις τράπεζες θα κρίνει και την κατεύθυνση του Τουρισμού. Μέχρι στιγμής οι προσδοκίες από την «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας είναι παραπάνω από αισιόδοξες και οι επαφές που έχουν οι τράπεζες με τους πελάτες τους μιλούν για αυξημένες κρατήσεις που παραμένουν ανεπηρέαστες από τις εξελίξεις με τον πόλεμο και τον πληθωρισμό. Είναι εντυπωσιακό ότι ήδη, στη χειμερινή περίοδο, οι αφίξεις που καταγράφηκαν στην χώρα μας έφτασαν το 1,2 εκατ. τουρίστες, σημειώνοντας αύξηση 380% από το αντίστοιχο περυσινό διάστημα.

Οι τράπεζες βρίσκονται σε επιφυλακή – ή για την ακρίβεια σε αναμονή – και για τις αυξήσεις επιτοκίων. Χθες, η Κριστίν Λαγκάρντ κράτησε κλειστά τα χαρτιά της για το χρόνο που η ΕΚΤ θα επιλέξει να αυξήσει τα επιτόκια, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «τα επιτόκια μπορεί να αυξηθούν από τις αρχές Ιουλίου (δηλαδή λίγο μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος ΑΡΡ) έως και αρκετούς μήνες μετά».

Η αύξηση των επιτοκίων, αν και θα δυσχεράνει τις αποπληρωμές δανείων και θα αυξήσει την προοπτική νέων κόκκινων δανείων, θα έχει παράλληλα ευεργετικό αποτέλεσμα στις τράπεζες.

Οι τραπεζίτες αναφέρουν στο insider.gr ότι τα υψηλότερα επιτόκια θα αποφέρουν έσοδα από τις χορηγήσεις δανείων και επισημαίνουν ότι στον προηγούμενο κύκλο ανόδου των επιτοκίων, μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008, οι τράπεζες ήταν καθαροί δανειστές. Όπως σημειώνουν, τότε οι δείκτες δανείων προς καταθέσεις των τραπεζών κινούνταν άνω του 100%, στο 120% - 130%, ενώ σήμερα τα δάνεια είναι λιγότερα από τις καταθέσεις και οι δείκτες δανείων προς καταθέσεις είναι σημαντικά κάτω του 100%.

Επιπλέον, με τα υψηλότερα επιτόκια οι τράπεζες θα έχουν έσοδο και από την κατάθεση της υπερβάλλουσας ρευστότητάς τους στις κεντρικές τράπεζες, η οποία γίνεται μέχρι σήμερα με αρνητικό επιτόκιο – 0,50%.

Όσο για την αύξηση των επιτοκίων στις καταθέσεις των πελατών τους, οι τράπεζες θα ανεβάσουν πρώτα τα επιτόκια στα δάνεια και κατόπιν, και σε μικρότερο βαθμό, τα επιτόκια των καταθέσεων.

Σε ό,τι αφορά, τέλος, στη συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος και στον κίνδυνο μεγαλύτερων επισφαλειών στα δανειακά χαρτοφυλάκια, οι τραπεζίτες μιλούν για διαχειρίσιμη εξέλιξη, αφού οι μέχρι στιγμής εκτιμήσεις των διεθνών οίκων και οργανισμών βλέπουν την ανάπτυξη για την Ελλάδα στο 3% φέτος και τον πληθωρισμό για το σύνολο του έτους στο 4% - 5%.

Σημειώνεται ότι η ΤτΕ προβλέπει επιβράδυνση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας από ρυθμό 4,8% που προβλεπόταν πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, στο 3,8% στο βασικό σενάριο και 2,8% στο δυσμενές σενάριο, αναλόγως της διάρκειας της διαταραχής στις τιμές ενέργειας και τροφίμων και των αναταραχών στις χρηματοοικονομικές αγορές. Για τον πληθωρισμό, η πρόβλεψη για το 2022 είναι ενίσχυσή του στο 5,2% με το βασικό σενάριο και στο 7% με το δυσμενές.