Εναλλακτικά σενάρια για τις επιπτώσεις της κρίσης στο διαθέσιμο εισόδημα και τα επιτόκια τρέχουν οι τράπεζες, προκειμένου να διαπιστώσουν εγκαίρως τα σημεία καμπής, που θα υποδείξουν αναθεώρηση των στόχων και των προβλέψεων.

Τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου δείχνουν ότι η ενεργειακή κρίση, ο πόλεμος και η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος δεν έχουν αποτυπωθεί στα αποτελέσματα και, γενικά, στους στόχους των τραπεζών. Κάτι το οποίο αναμένεται να επιβεβαιωθεί με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του πρώτου τριμήνου.

Το πρώτο τρίμηνο

Ωστόσο τα επιτελεία των τραπεζών βρίσκονται σε εγρήγορση, διότι το πρώτο τρίμηνο δεν είναι κατ’ ανάγκη ενδεικτικό για τους υπόλοιπους μήνες, εάν συνεχιστεί η κρίση με την ίδια ένταση και εάν έχει διάρκεια. Κι αυτό διότι:

Πρώτον, μεγάλο μέρος των οργανικών εσόδων του πρώτου τριμήνου προέρχονται από δραστηριότητες που είχαν δρομολογηθεί τους προηγούμενους μήνες. Για παράδειγμα, οι εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων στο πρώτο τρίμηνο του 2022 είναι αυξημένες κατά περίπου 120 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το α’ τρίμηνο του 2021. Αυτό, όμως, προέρχεται κυρίως από αιτήσεις που είχαν ξεκινήσει από τα τέλη του 2021 με αρχές του 2022, δηλαδή πριν από την έναρξη του πολέμου και τη νέα εκτίναξη των τιμών και της αβεβαιότητας. Και η άνοδος αυτή οφείλεται κυρίως στον Μάρτιο, καθώς τότε ωρίμασαν οι αιτήσεις. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ο Απρίλιος κινείται χαμηλότερα από τον Μάρτιο, αλλά υψηλότερα από τον Φεβρουάριο, που δεν ήταν καλός μήνας.

Δεύτερον, οι εκταμιεύσεις στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων παρουσιάζουν αύξηση, αλλά οι αιτήσεις είναι λιγότερες. Αυτό σημαίνει ότι λιγότεροι δανειολήπτες αιτούνται μεγαλύτερα ποσά. Στα καταναλωτικά δάνεια, το πρώτο τρίμηνο, οι εκταμιεύσεις ήταν υψηλότερες κατά περίπου 35 εκατ. ευρώ, κυρίως λόγω αύξησης των αιτήσεων για δάνεια κάλυψης αναγκών. Τα δάνεια για αυτοκίνητο, που καλύπτουν σχεδόν το 50% της καταναλωτικής πίστης, εμφανίζουν κόπωση λόγω ελλείψεων στην αγορά, όχι όμως ακόμη λόγω έλλειψης ζήτησης για αυτού του τύπου δάνεια.

Τρίτον, στα επιχειρηματικά δάνεια επίσης παρατηρείται κόπωση, χωρίς, ωστόσο, ακόμη να κινούνται οι τράπεζες εκτός στόχων ή να βρίσκονται στο όριο για αναθεώρηση. Για τις μικρές επιχειρήσεις οι εκταμιεύσεις στο πρώτο τρίμηνο ξεπέρασαν τα 300 εκατ. ευρώ και κινούνται λίγο υψηλότερα από το περσινό πρώτο τρίμηνο. Όμως τα δάνεια προς ατομικές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες έχουν πέσει σχεδόν στο μισό, σύμφωνα με στοιχεία του πρώτου διμήνου (περίπου 45 εκατ. από 90 εκατ.). Τα δάνεια προς τις μεγάλες επιχειρήσεις κινούνται επίσης χαμηλότερα από τις προσδοκίες, αλλά όχι τόσο ώστε να υπάρξει ανάγκη αναθεώρησης στόχων. Ένας από τους λόγους που έχει περιοριστεί ο δανεισμός από τις μεγάλες επιχειρήσεις είναι η αβεβαιότητα. Ο δεύτερος λόγος είχε περιληφθεί στις προβλέψεις και τα σενάρια των τραπεζών και αυτός είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, όπου εκεί ο τραπεζικός δανεισμός περιορίζεται στο 30% του επενδυτικού σχεδίου. Για παράδειγμα, κάθε τράπεζα προβλέπει περίπου 300 εκατ. ευρώ εκταμιεύσεις για το 2022 στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, όταν το σύνολο της επιχειρηματικής πίστης για φέτος αναμένεται να κινηθεί μεταξύ 3 και 4 δισ. ευρώ. Στο πρώτο δίμηνο του έτους οι εκταμιεύσεις δανείων προς μεγάλες επιχειρήσεις ήταν χαμηλότερες κατά περίπου 0,4 δισ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα (1,4 δισ. από 1,8 δισ.).

Από Απρίλιο και μετά

Από τα δεδομένα των πρώτων τεσσάρων μηνών του 2022, τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι, εάν συνεχιστεί η ίδια κατάσταση, δηλαδή το μείγμα αβεβαιότητας λόγω πολέμου, ενεργειακής κρίσης, πληθωρισμού και ανόδου επιτοκίων, τότε σύντομα θα γίνουν εμφανείς οι επιπτώσεις και στο τραπεζικό σύστημα. Οι επιπτώσεις αυτές θα εμφανιστούν ως εξής:

Πρώτον, με μείωση της ζήτησης για δάνεια, κυρίως στεγαστικά, που αναμένεται από Μάιο-Ιούνιο και μετά. Αυτό διότι υπάρχει μια χρονική καθυστέρηση μεταξύ αβεβαιότητας, αναζήτησης κατοικίας, μείωσης διαθέσιμου εισοδήματος, κατάθεσης της αίτησης και της εκταμίευσης.

Δεύτερον, με αύξηση των επιτοκίων στα δάνεια, σχεδόν όλων των κατηγοριών, καθώς αυξάνεται το κόστος χρηματοδότησης για τις τράπεζες. Ήδη τα διατραπεζικά επιτόκια (euribor) και οι καμπύλες αποδόσεων των ομολόγων στην Ευρώπη έχουν αυξηθεί σημαντικά σε όλες τις διάρκειες. Έτσι, το "κλείδωμα" επιτοκίων από τις τράπεζες μέσω swap έχει γίνει ακριβότερο, κάτι που θα περάσει στα δάνεια σταθερού επιτοκίου. Η αύξηση στο euribor επηρεάζει άμεσα τα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίων όλων των κατηγοριών − από καταναλωτικά μέχρι επιχειρηματικά. Η άνοδος αυτή πρόκειται να συμβεί πριν από την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ, η οποία αναμένεται προς τα τέλη του έτους με αρχές του επόμενου. Ήδη οι αγορές χρήματος και κεφαλαίου έχουν προεξοφλήσει άνοδο κατά 50 μονάδες βάσεις. Οι σημερινές συνθήκες μπορούν να προκαλέσουν αύξηση του τελικού επιτοκίου δανεισμού έως 1 μονάδα μέχρι το τέλος του έτους.

Τρίτον, η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος θα περιορίσει την κατανάλωση και τον ρυθμό ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, η μείωσή του αυξάνει τις πιθανότητες για αύξηση των κόκκινων δανείων. Σύμφωνα με υπολογισμούς, μια μείωση κατά 20% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των δανειοληπτών θα δημιουργήσει νέα κόκκινα δάνεια ύψους 500-600 εκατ. ευρώ, που θα κοστίσει στις τράπεζες σε προβλέψεις (κόστος ρίσκου) 100 εκατ. ευρώ.

Τέταρτον, η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων μειώνει τις τιμές τους, κάτι που δημιουργεί ζημίες στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών. Εκτιμάται ότι κάθε άνοδος κατά 25 μονάδες βάσης προκαλεί ζημία ύψους 100 εκατ. ευρώ. Βέβαια, οι εκτιμήσεις αυτές προκύπτουν από μέσους όρους, διότι κάθε τράπεζα έχει διαφορετικό χαρτοφυλάκιο, με διαφορετικές διάρκειες.

Πέμπτον, η αύξηση των επιτοκίων θα ενισχύσει τα επιτοκιακά έσοδα των τραπεζών. Άνοδος κατά μισή μονάδα σημαίνει επιπλέον έσοδα της τάξεως των 250 εκατ. ευρώ, ενώ κατά μία μονάδα τα έσοδα φτάνουν ή ξεπερνούν τα 600 εκατ. ευρώ. Σε αυτά περιλαμβάνεται το όφελος από τις αρνητικές καταθέσεις στην ΕΚΤ σήμερα. Αυτές σήμερα κοστίζουν περίπου 200 εκατ. ευρώ (κατά μέσο όρο στο σύνολο του συστήματος). Εάν η ΕΚΤ αυξήσει τα επιτόκια και από -0,5% ανέλθουν στο 0%, τότε περιορίζεται η παραπάνω απώλεια.

Έκτον, από τα επιτοκιακά έσοδα θα πρέπει να αφαιρεθεί η μείωση του spread στα δάνεια, λόγω ανταγωνισμού, αλλά και η άνοδος των επιτοκίων καταθέσεων. Έτσι, τα περισσότερα έσοδα σε σχέση με την άνοδο των επιτοκίων θα προκύψουν στις πρώτες και μικρές αυξήσεις. Στη συνέχεια, όσο η ΕΚΤ αυξάνει τα επιτόκια, π.χ. πάνω από 1 ή 1,5 μονάδα, τόσο αυξάνονται τα κόστη από την άνοδο των επιτοκίων στις καταθέσεις και το ψαλίδισμα του περιθωρίου στα δάνεια λόγω ανταγωνισμού.

Ανατροπή προβλέψεων

Ωστόσο όλες αυτές οι προβλέψεις είναι ασφαλείς όταν τα μακροοικονομικά μεγέθη βρίσκονται εντός των πλαισίων που έχουν ληφθεί υπόψη κατά τον σχεδιασμό των σεναρίων. Για παράδειγμα, οι τράπεζες έχουν λάβει υπόψη έναν ρυθμό ανάπτυξης για το 2022 γύρω στο 3%-4% με πληθωρισμό στο 7%, ο οποίος θα προέρχεται από ενέργεια και τροφές (όχι από τον δομικό πληθωρισμό). Με την προοπτική, μάλιστα, να πέσει στο 2% μέχρι το 2024, όπως προβλέπει η ΕΚΤ. Ακόμα, έχουν λάβει υπόψη μια θετική τουριστική σεζόν και ανοδική αγορά ακινήτων (τιμές και ενοίκια). Επιπλέον, προβλέπεται και μια αύξηση κατά μισή μονάδα το πολύ στα επιτόκια μέχρι το τέλος του έτους.

Εάν κάτι από αυτά πέσει έξω λόγω έντασης και διάρκειας της κρίσης, τότε οι σχεδιασμοί ανατρέπονται. Για παράδειγμα, εάν το euribor αυξηθεί στο 0,5% και όχι στο 0%, τότε το κυμαινόμενο επιτόκιο του στεγαστικού δανείου, που σήμερα βρίσκεται στο 2,4%, θα εκτιναχθεί στο 3,5%. Από τα swap που κλειδώνουν τα σταθερά επιτόκια οι τράπεζες, το σημερινό σταθερό επιτόκιο του 3% θα φτάσει στο 4,5%-5%.

Εάν το παραπάνω συνδυαστεί με μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 20%, που αντιστοιχεί στον μέσο Έλληνα δανειολήπτη στο ποσό έως 300 ευρώ τον μήνα, τότε γίνεται αντιληπτή η αύξηση των κόκκινων δανείων. Αρκεί να αναφερθεί ότι σήμερα το re-default rate στη διετία βρίσκεται στο 25%, ενώ το default rate είναι τριπλάσιο της Ευρωζώνης και ανέρχεται σε 1,5%. Ήδη τα μισά από τα ρυθμισμένα δάνεια ύψους 25-30 δισ. ευρώ είναι μη εξυπηρετούμενα.

Πηγή: Capital.gr, τoυ Λεωνίδα Στεργίου