Το γεγονός πως το 2023 θα είναι μια κρίσιμη χρονιά για την Ελλάδα, καθώς η ελληνική οικονομία καλείται να αξιοποιήσει τον δημοσιονομικό χώρο που διαθέτει ώστε να επανέλθει μετά από πολλά χρόνια στην επενδυτική βαθμίδα, ως προς το αξιόχρεο της χώρας, επισημαίνει η Alpha Bank στην εβδομαδιαία οικονομική ανάλυσή της.

Όπως τονίζεται, καθοριστικής σημασίας προς την κατεύθυνση αυτή είναι η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, δηλαδή:

πρωτογενούς πλεονάσματος για πρώτη φορά από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, το οποίο εκτιμάται σε 0,7% του ΑΕΠ βάσει του Προσχεδίου του
Προϋπολογισμού 2023 και σε 0,9% σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ, Fiscal Monitor Report, Οκτώβριος 2022), και
της σταδιακής πτώσης του λόγου Δημοσίου Χρέους προς ΑΕΠ κατά περισσότερο από 40 ποσοστιαίες μονάδες από το υψηλό 206,3% του 2020 (σε 161,6% σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών).
Σύμφωνα με την Τράπεζα, ο περαιτέρω περιορισμός του δημοσιονομικού ελλείμματος -παρά τη σημαντική στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης- και η αλλαγή το 2023 του αναπτυξιακού μίγματος με ταχύτερη αύξηση της επενδυτικής δαπάνης σε σχέση με την κατανάλωση και τις εξαγωγές συνιστούν τα κύρια στοιχεία της σχεδιαζόμενης οικονομικής πολιτικής για το επόμενο έτος. Σύμφωνα με το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού, το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα μειωθεί σε 1,7% του ΑΕΠ κατά το τρέχον έτος από 5% το 2021, ενώ ο λόγος Δημοσίου Χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα αποκλιμακωθεί σε 169,1% από 193,3% το 2021, κυρίως ως αποτέλεσμα της συνδυασμένης επίπτωσης του προβλεπόμενου ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας κατά 5,3% και της μεταβολής του αποπληθωριστή του ΑΕΠ κατά 9,1%.

Οι αβεβαιότητες της οικονομίας για το 2023
Όπως αναφέρεται στην εβδομαδιαία οικονομική ανάλυση της Alpha Bank, η κατάρτιση των δημοσιονομικών στόχων έχει βασιστεί σε ορισμένες παραδοχές όσον αφορά στην εξέλιξη συγκεκριμένων μακροοικονομικών μεγεθών όπως το ΑΕΠ, η ανεργία και ο πληθωρισμός σύμφωνα με τις προβλέψεις του Υπουργείου Οικονομικών, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης αναμένεται να ανέλθει, όπως προαναφέρθηκε, σε 5,3% το 2022 και να διατηρηθεί σε θετικό έδαφος το 2023 (2,1%), παρά την ενεργειακή κρίση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 16% κατά το επόμενο έτος και ότι θα έχουν τη μεγαλύτερη συμβολή στην άνοδο του ΑΕΠ, σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια που η οικονομική μεγέθυνση στηρίχτηκε κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση.

Στην παρούσα συγκυρία ωστόσο, όπως επισημαίνεται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού, οι προβλέψεις ενέχουν υψηλό βαθμό αβεβαιότητας εξαιτίας των γεωπολιτικών εξελίξεων και των επιπτώσεών τους.

Οι παράγοντες κινδύνου που επιδρούν τόσο στα μακροοικονομικά, όσο και στα δημοσιονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, είναι:

Η άνοδος των τιμών της ενέργειας, το αυξημένο κόστος παραγωγής και ο βαθμός μετακύλησης αυτών (passthrough) στον τελικό καταναλωτή. Οι πληθωριστικές πιέσεις που καταγράφονται στην Ελλάδα και την Ε.Ε. ενδέχεται να συγκρατήσουν τα τουριστικά έσοδα και την ιδιωτική κατανάλωση, εξαιτίας της μειωμένης αγοραστικής δύναμης των ευρωπαϊκών νοικοκυριών. Ως εκ τούτου η ιδιωτική κατανάλωση εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 7,2% το 2022 και ηπιότερα, κατά 1,3%, το 2023. Σημειώνεται επίσης, ότι οι προσδοκίες των καταναλωτών για την εξέλιξη των τιμών παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα, γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης δευτερογενών επιπτώσεων (second round effects), δηλαδή της σπειροειδούς αύξησης τιμών και μισθών.

Η επιτοκιακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δηλαδή η άνοδος των επιτοκίων με σκοπό την καταπολέμηση του πληθωρισμού που ενδέχεται να πλήξει την οικονομική δραστηριότητα, λειτουργώντας αποτρεπτικά ως προς την υλοποίηση επενδύσεων.
Οι τυχόν ελλείψεις σε φυσικό αέριο, ιδιαίτερα στην περίπτωση πλήρους διακοπής της ροής του από τη Ρωσία για μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που θα έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες για τη βιομηχανική παραγωγή και το επίπεδο των τιμών. Το τελευταίο αυξάνει τον βαθμό αβεβαιότητας αναφορικά με την επίτευξη του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2023, καθώς επηρεάζει τόσο τον αριθμητή του κλάσματος, μέσω των πρόσθετων δημοσιονομικών παρεμβάσεων που θα απαιτηθούν για τη στήριξη των εισοδημάτων, όσο και του παρονομαστή, εξαιτίας της μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας. Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο, ότι ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς αλλά και το ύψος των μέτρων που έχει υιοθετήσει η ελληνική κυβέρνηση ενάντια στο αυξημένο κόστος της ενέργειας ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας αλλά και τα εισοδήματα των καταναλωτών.