Στην ανάλυσή τους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας στο β’ τρίμηνο της χρονιάς, οι ειδικοί της Εθνικής Τράπεζας τονίζουν την τεραστίων διαστάσεων πτώση του ΑΕΠ, αλλά παράλληλα παρουσιάζονται αισιόδοξοι για γρήγορη ανάκαμψη.

Η μείωση του ΑΕΠ κατά 15,2% ετησίως το 2ο τρίμηνο (-14,0% σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση) είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί ιστορικά σε ένα τρίμηνο – όπως και για τις περισσότερες χώρες διεθνώς – για όσο, τουλάχιστον, διάστημα υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών.

H εξέλιξη αυτή ήταν, εν πολλοίς, αναμενόμενη, δεδομένης της αβεβαιότητας που δημιούργησε η πανδημία, καθώς και της αναπόφευκτης επιβολής πρωτοφανών περιορισμών τόσο στην κινητικότητα των πολιτών όσο και τη δραστηριότητα πολυάριθμων τομέων της οικονομίας τον Απρίλιο και σε σημαντικό τμήμα του Μαΐου. Ταυτόχρονα, ο τουριστικός κλάδος παρέμεινε ουσιαστικά κλειστός στο σύνολο σχεδόν του 2ου τριμήνου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η πτώση του ελληνικού ΑΕΠ ήταν ανάλογη του μ.ο. της Ευρωζώνης, ενώ συγκριτικά με τις περισσότερες χώρες του Νότου ήταν ελαφρώς χαμηλότερη (-18,7% κατά μ.ο. για Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις του ΑΕΠ για αυτές τις χώρες) – παρά το γεγονός ότι οι πλέον πληττόμενοι από την πανδημία κλάδοι των υπηρεσιών (τουρισμός, εστίαση) έχουν σημαντικά μεγαλύτερη βαρύτητα στο Ελληνικό ΑΕΠ.

Η έγκαιρη ενεργοποίηση μέτρων στήριξης από το δημόσιο – τα οποία ειδικά για την αγορά εργασίας προσέγγισαν τα €1,8 δισ. το 2ο τρίμηνο – κατάφερε να συγκρατήσει τη μέση μείωση της συνολικής αμοιβής της εργασίας στην οικονομία (που συναρτάται από τη μέση αμοιβή και την απασχόληση) στο 7,3% ετησίως, παρά τη γενικευμένη παύση στην οικονομική δραστηριότητα.

Παρά τη σημαντική στήριξη και τις αναστολές φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, η έντονη κάμψη της δραστηριότητας (μείωση κύκλου εργασιών επιχειρήσεων κατά 25,1% το 2ο τρίμηνο) οδήγησε σε πρωτοφανή συρρίκνωση των εισοδημάτων και των κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα. Ειδικότερα, το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα μαζί με το μεικτό εισόδημα μειώθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί ποτέ (17,4% ετησίως).

Αντιστοίχως, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου συρρικνώθηκαν κατά 10,3% συγκριτικά με -15,8% στην Ευρωζώνη, υποστηριζόμενες, μεταξύ άλλων, από τις αυξήσεις στην μη οικιστική κατασκευαστική δραστηριότητα (+32,0% ετησίως το 2ο τρίμηνο), τις κατασκευές κατοικιών (+34,5% ετησίως), καθώς και τις αυξημένες δαπάνες σε εξοπλισμό «τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνιών» (ΤΠΕ) που σχετίζονται με τις νέες ανάγκες που δημιούργησε η υγειονομική κρίση.

Αναμφισβήτητα, οι καθαρές εξαγωγές μεγέθυναν την ύφεση, αντιστοιχώντας στο 1/3 αυτής (ήτοι 5 ποσοστιαίες μονάδες στη συρρίκνωση του ΑΕΠ). Αν και οι εξαγωγές αγαθών εμφάνισαν αντοχές, η δραματική μείωση των εξαγωγών υπηρεσιών (-50% ετησίως) διόγκωσε την ύφεση, καθώς υπερκέρασε τη σημαντικά βραδύτερη μείωση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.

Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι μια σειρά δεικτών συγκυρίας, εκπέμπουν ενθαρρυντικά σημάδια ανάκαμψης, ενώ οι δείκτες υψηλής συχνότητας και οι πρόδρομοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας έδειξαν ακόμη πιο έντονη βελτίωση τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.

Όλα τα ανωτέρω συνηγορούν σε σημαντική ανάκαμψη του ΑΕΠ της τάξης του +5% περίπου, σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση, το 3ο τρίμηνο και σε μια μέση ετήσια μείωση του ΑΕΠ κατά 7,5% το 2020, με τάσεις περαιτέρω επιτάχυνσης, το 4ο τρίμηνο.