Την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας στη βαθμίδα BB (high) επιβεβαίωσε την Παρασκευή η DBRS. Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης, διατήρησε την ελληνική οικονομία μόλις μία βαθμίδα κάτω από το investement grade με σταθερό trend.

Το σταθερό trend αντανακλά την άποψη της DBRS ότι η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στη διασφάλιση της βιωσιμότητας των δημοσιονομικών και του χρέους, παρά το πιο δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον.

Λόγω της ισχυρής ανάκαμψης της τουριστικής δραστηριότητας, των συνεχιζόμενων βελτιώσεων στην αγορά εργασίας και των μέτρων στήριξης, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ ανήλθε κοντά στο 6% το 2022.

Επιπλέον, ο οίκος εκτιμά πως η αποτελεσματική εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και τα κρατικά μέτρα θα συνεχίσουν να παρέχουν στήριξη στην οικονομία φέτος, ωστόσο, οι προοπτικές ανάπτυξης υπόκεινται σε καθοδικούς κινδύνους που σχετίζονται με την όξυνση της σύγκρουσης στην Ουκρανία, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω σύσφιξη των νομισματικών πολιτικών και σε ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση.

Σημειώνεται δε, πως τα μέτρα για την άμβλυνση του αντίκτυπου του αυξημένου ενεργειακού κόστους οδήγησαν σε πρωτογενές έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ το 2022 από 5% το 2021. Το δημόσιο χρέος αναμένεται να καταγράψει μείωση σχεδόν κατά 25 ποσοστιαίες μονάδες το 2022, επωφελούμενο από τα βελτιωμένα δημοσιονομικά αποτελέσματα και την ισχυρή ονομαστική ανάπτυξη.

Εντούτοις, η DBRS υπογραμμίζει πως παρά τη σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και του χρέους, η εφαρμογή ενός συνετού σχεδίου εξυγίανσης θα είναι κρίσιμη για την Ελλάδα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων προκλήσεων, με παράλληλη οικοδόμηση ενός μοντέλου βιώσιμης ανάπτυξης.

Προστίθεται δε, πως οι αξιολογήσεις της Ελλάδας υποστηρίζονται από τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη και από την εφαρμογή προηγούμενων οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας.

Σύμφωνα με τον καναδικό οίκο, η Ελλάδα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο στην υλοποίηση του Ελλάδα 2.0, το οποίο αποτελείται από μεταρρυθμίσεις που εάν εφαρμοστούν, θα μπορούσαν να τονώσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις χωρίς αποκλεισμούς, μειώνοντας το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των ομολόγων της στην Ευρωζώνη.

Η DBRS Morningstar σημειώνει ότι τα ταμεία θα συνεχίσουν να παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, υποστηρίζοντας παράλληλα την ανάπτυξη των επενδύσεων. Αντίθετα, οι αξιολογήσεις περιορίζονται από την οικονομική «κληρονομιά» από την παρατεταμένη κρίση της Ελλάδας, δηλαδή τον πολύ υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους και τα υψηλά ακόμη NPLs στο τραπεζικό σύστημα. Επιπλέον, εκτιμά πως οι χαμηλές επενδύσεις επιβαρύνουν τις αναπτυξιακές επιδόσεις της Ελλάδας, με το επενδυτικό κενό προς το παρόν να παραμένει υψηλό. Οι επενδυτικές δαπάνες μειώθηκαν τα χρόνια της κρίσης από 21% του ΑΕΠ το 2009 σε 13,3% το 2021, το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη και πολύ μακριά από το μέσο όρο του 22,2%.

Η αξιολόγηση θα μπορούσε να αναβαθμιστεί εάν συμβεί ένας ή συνδυασμός των παρακάτω: (1) συνεχιζόμενη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές (2) διαρκής δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση που διατηρεί τον δείκτη δημόσιου χρέους σε πτωτική τροχιά.

Από την άλλη, οι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε υποβάθμιση περιλαμβάνουν: (1) επίμονα αδύναμες οικονομικές επιδόσεις. (2) ανατροπή ή αναστολή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. (3) ανανεωμένη αστάθεια του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Αιτιολόγηση της αξιολόγησης

Σύμφωνα με τη DBRS, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα επιβραδυνθεί φέτος, αλλά το Ταμείο Ανάκαμψης και τα μέτρα στήριξης θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν την οικονομία. Η ελληνική οικονομία γνώρισε σοβαρή συρρίκνωση το 2020 με το πραγματικό ΑΕΠ να μειώνεται κατά 9%, καθώς η πανδημία έπληξε σοβαρά την εξαιρετικά σημαντική τουριστική βιομηχανία. Το 2021, η οικονομία ανέκαμψε έντονα κατά 8,4%, υποστηριζόμενη από την ισχυρή ανάπτυξη των επενδύσεων και των εξαγωγών. Με την βοήθεια της ισχυρής ανάκαμψης της τουριστικής δραστηριότητας, των συνεχιζόμενων βελτιώσεων στην αγορά εργασίας και των μέτρων κρατικής στήριξης η οικονομία παρέμεινε ισχυρή το 2022 καταγράφοντας ανάπτυξη 5,9%.

Από την άλλη, η ανάπτυξη μετριάζεται φέτος, καθώς η ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση, οι υψηλότερες τιμές και τα επιτόκια επιβαρύνουν την οικονομική δραστηριότητα. Η Κομισιόν αναμένει αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,2% φέτος και 2,4% το 2024. Ο πληθωρισμός έφτασε στο 9,3% ετησίως το 2022, κυρίως λόγω των τιμών της ενέργειας, και αναμένεται να υποχωρήσει στο 4,5% το 2023 και στο 2,2% το 2024. Οι κύριοι κίνδυνοι για τις προοπτικές σχετίζονται με την όξυνση της σύγκρουσης στην Ουκρανία που θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω σύσφιξη των νομισματικών πολιτικών, ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση και υψηλό πληθωρισμό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, επηρεάζοντας μεταξύ άλλων παραγόντων και την τουριστική βιομηχανία της Ελλάδας.

Παράλληλα, η DBRS σημειώνει πως η Ελλάδα συνεχίζει να καταγράφει μια πρόοδο ως προς την εφαρμογή του Ταμείου Ανάκαμψης (Ελλάδα 2.0) χρησιμοποιώντας τόσο τη συνιστώσα των επιχορηγήσεων όσο και αυτή των δανείων. Επιπλέον, επισημαίνει ότι τα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό θετικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία, η οποία σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καθώς θα μπορούσαν να αυξήσουν το πραγματικό ΑΕΠ κατά 2,1-3,3% έως το 2026, εξαιρουμένων των πιθανών επιπτώσεων από την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του σχεδίου.

Η δημοσιονομική θέση της Ελλάδας βελτιώθηκε το 2022

Μετά από χρόνια δημοσιονομικής υπεραπόδοσης, η Ελλάδα κατέγραψε υψηλά ελλείμματα τόσο το 2020 όσο και το 2021 λόγω της βαθιάς οικονομικής συρρίκνωσης και των πακέτων στήριξης για τον μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Το δημοσιονομικό έλλειμμα διαμορφώθηκε στο 9,9% του ΑΕΠ το 2020, το τρίτο μεγαλύτερο στην ΕΕ, πριν μειωθεί στο 7,5% του ΑΕΠ το 2021. Το αποτέλεσμα του 2021 βελτιώθηκε σημαντικά από τις αρχικές εκτιμήσεις που δείχνουν υψηλό έλλειμμα 9,6% του ΑΕΠ και οφειλόταν στην ισχυρότερη από την αναμενόμενη απόδοση των εσόδων και στη χαμηλότερη κάλυψη των μέτρων που σχετίζονται με την Covid-19.

Το 2022, η κυβέρνηση εισήγαγε μέτρα στήριξης για να αντιμετωπιστεί ο αντίκτυπος του αυξημένου ενεργειακού κόστους που ανέρχονται σε 10,6 δισ. ευρώ με το δημοσιονομικό κόστος να φτάνει τα 4,8 δισ. ευρώ (2,3% του ΑΕΠ) το 2022, καθώς χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από έσοδα από τον μηχανισμό ενεργειακής μετάβασης. Οι δημοσιονομικοί λογαριασμοί αναμένεται να βελτιωθούν περαιτέρω, με το πρωτογενές έλλειμμα να προβλέπεται να μειωθεί από 5% του ΑΕΠ το 2021 στο 1,6% το 2022 επιστρέφοντας σε πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 0,7% του ΑΕΠ για εφέτος.

Οι κύριοι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές σχετίζονται με την επιβράδυνση της ανάπτυξης φέτος που μπορεί να οδηγήσει σε ένα ασθενέστερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, την εξέλιξη της ενεργειακής κρίσης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόσθετες δαπάνες που προκύπτουν από τις υψηλότερες ενεργειακές τιμές από τις προβλεπόμενες σήμερα και την ενεργοποίηση κρατικών εγγυήσεων ότι χορηγήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η DBRS θεωρεί ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει τη δέσμευσή της για δημοσιονομική εξυγίανση και θα συμμορφωθεί πλήρως με τις κατευθυντήριες γραμμές των ευρωπαϊκών θεσμών.

Τι αναφέρει η DBRS για το δημόσιο χρέος

Ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε στο 206,4% του ΑΕΠ το 2020 και μειώθηκε στο 194,5% το 2021, παραμένοντας το υψηλότερο στην ΕΕ. Το 2022 ο δείκτης αναμένεται να ανέλθει στο 168,9% του ΑΕΠ, λόγω των βελτιωμένων δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και της υψηλής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2023, η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους θα συνεχίσει την πτωτική του τάση στο 159,3% το 2023, καταγράφοντας πτώση 47 ποσοστιαίων μονάδων από το 2020, θα βρεθεί δε κάτω από τα επίπεδα του 2012.

Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων μετά την καταγραφή ιστορικών χαμηλών επιπέδων το 2021, έχουν αυξηθεί επί του παρόντος στο 4,4% περίπου. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί παράγοντες μετριασμού του κινδύνου που σχετίζονται με την ευνοϊκή δομή χρέους της Ελλάδας, καθώς ο επίσημος τομέας κατέχει περισσότερο από το 70% του δημόσιου χρέους με υψηλή μέση διάρκεια ωρίμανσης στο τέλος του 2022 (20 χρόνια) και με 100% του χρέους σε σταθερές τιμές. Επιπλέον, ο ΟΔΔΗΧ έχει εφαρμόσει μια προληπτική στρατηγική διαχείρισης χρέους χρησιμοποιώντας αντισταθμίσεις επιτοκίων για να μετριάσει τον κίνδυνο αύξησης του κόστους χρηματοδότησης μεσοπρόθεσμα. Το 2023, το μέσο πραγματικό επιτόκιο του μεσοπρόθεσμου έως μακροπρόθεσμου χρέους αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,2%.

Επιπλέον, τα σημαντικά ταμειακά αποθέματα ύψους περίπου 37 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο του 2023 συνεχίζουν να χρησιμεύουν ως απόθεμα ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά. Αυτά τα αποθεματικά συνδυάζονται με την προληπτική στρατηγική διαχείρισης χρέους για την επίτευξη του χαμηλότερου δυνατού κόστους επιτοκίου, μειώνοντας έτσι σημαντικά τους κινδύνους αποπληρωμής και υποστηρίζοντας τον θετικό ποιοτικό παράγοντα στην αξιολόγηση των δομικών στοιχείων στην κατηγορία «Χρέος και Ρευστότητα». Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την άποψη της DBRS, η δημοσιονομική πειθαρχία και η διαρκής οικονομική ανάπτυξη είναι καθοριστικής σημασίας όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας.

Περαιτέρω βελτίωση στο σκέλος των NPLs, αλλά το δυσμενές μακροοικονομικό περιβάλλον αυξάνει τον κίνδυνο νέων ροών

Οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν μια περαιτέρω πρόοδο ως προς τη μείωση των απομειωμένων περιουσιακών τους στοιχείων, με τον δείκτη NPLs να υποχωρεί στο 9,7% στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2022, χαμηλότερα από το 10% για πρώτη φορά από το τέταρτο τρίμηνο του 2009. Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλή» (HAPS), το οποίο διαχειρίζονται οι τέσσερις συστημικές τράπεζες. Όλες οι συστημικές τράπεζες έχουν επιτύχει πλέον τον στόχο ενός μονοψήφιου δείκτη NPLs. Η DBRS σημειώνει ότι η αποτελεσματική διαχείριση και κατανομή των κεφαλαίων του RRF από τις τράπεζες, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των NPLs, τοποθετεί τις τράπεζες σε μια καλή θέση ως προς την αύξηση της παροχής πιστώσεων προς τις ελληνικές επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάκαμψη. Ωστόσο, η επίλυση του ιδιωτικού μη εξυπηρετούμενου χρέους, που μεταφέρθηκε από τους ισολογισμούς των τραπεζών στην πραγματική οικονομία και πλέον διαχειρίζονται οι εταιρείες διαιχείρισης, παραμένει μια βασική πρόκληση. Ταυτόχρονα, το πιο δυσμενές μακροοικονομικό περιβάλλον και το περιβάλλον των υψηλότερων επιτοκίων θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών και να οδηγήσει σε νέα NPLs. Αυτό εξηγεί στον αρνητικό ποιοτικό παράγοντα της DBRS Morningstar στην αξιολόγηση των δομικών στοιχείων «Νομισματική Πολιτική και Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα».

Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε το 2022, έτος ρεκόρ για τις ΑΞΕ

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε το 2020 και το 2021, φθάνοντας στο 6,6% και στο 6,8% του ΑΕΠ αντίστοιχα, κυρίως εξαιτίας της σημαντικής επιδείνωσης του ταξιδιωτικού ισοζυγίου. Κάποια από αυτά πρόκειται για μια διαρθρωτική επιδείνωση που σχετίζεται με το ενεργειακό κόστος και την «πράσινη« μετάβαση ενώ κάποια κυκλική σχετίζεται με τον επενδυτικό κύκλο που δυνητικά οδηγεί σε διαρθρωτική βελτίωση με την οικοδόμηση της ικανότητας περαιτέρω αύξησης των εξαγωγών μεσοπρόθεσμα. Παρά τις ισχυρές επιδόσεις των εξαγωγών ιδιαίτερα των υπηρεσιών, λόγω της ανάκαμψης των διεθνών τουριστικών ροών, η υψηλή εξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές ενέργειας σε συνδυασμό με την άνοδο των τιμών της ενέργειας διεύρυνε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο 9,7% του ΑΕΠ το 2022. Παράλληλα, ο τουριστικός κλάδος ανέκαμψε δυναμικά το 2022 με τις διεθνείς αφίξεις τουριστών να φτάνουν σχεδόν το 90% των επιπέδων του 2019 και τις ταξιδιωτικές εισπράξεις το 99% των επιπέδων του 2019.

Η μακροοικονομική προσαρμογή από το 2010 και οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας του 2012 έχουν βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Οι εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί σημαντικά, με τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών να αυξάνονται από 9% του ΑΕΠ το 2010 σε περίπου 27% το 2022. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αντιπροσωπεύουν πλέον περίπου το 50% του ΑΕΠ από 22% το 2010. Ωστόσο, η προστιθέμενη αξία των ελληνικών εξαγωγών παραμένει χαμηλή σε σύγκριση με αντίστοιχες χώρες της Ευρωζώνης.

Επιπλέον, οι εισροές ευρωπαϊκών πόρων και οι αυξανόμενες εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων, οι οποίες κατέγραψαν υψηλό δύο δεκαετιών το 2021, φθάνοντας τα 6,3 δισ. ευρώ και πάνω από 7 δισ. ευρώ το 2022, θα ισορροπήσουν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μετριαστεί τα επόμενα χρόνια καθώς οι διεθνείς αφίξεις τουριστών συνεχίζουν να ανακάμπτουν και το κόστος της ενέργειας μειώνεται.

Οι εκλογές φέτος, το RRF παρέχει κίνητρα για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, αλλά δεν μπορούν να αποκλειστούν καθυστερήσεις

Οι επόμενες βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν φέτος, πιθανότατα την Άνοιξη. Με το ισχύον εκλογικό σύστημα -που εισήγαγε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ το 2016- το οποίο βασίζεται στην απλή αναλογικής, ο σχηματισμός ενιαίας κομματικής κυβέρνησης δεν θα είναι δυνατός. Αν δεν υπάρξει συνεργασία πολλαπλών κομμάτων, το πιθανότερο σενάριο είναι οι δεύτερες εκλογές, περίπου ένα μήνα μετά τις πρώτες. Οι δεύτερες εκλογές θα διεξαχθούν με διαφορετικό εκλογικό σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, κρίνοντας πιθανό τον σχηματισμό ενιαίας κομματικής κυβέρνησης. Το κεντροδεξιό κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας προηγείται σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Κατά την άποψη της DBRS, η συνέχεια της πολιτικής αναμένεται με το RRF να παρέχει κίνητρα για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, ωστόσο, ένας παρατεταμένος εκλογικός κύκλος θα μπορούσε να οδηγήσει σε ορισμένες καθυστερήσεις στην εφαρμογή των πολιτικών. Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα απολαμβάνει ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον και μια καλή συνεργασία με τους ομολόγους της και τους θεσμούς της ΕΕ υπό τις κυβερνήσεις πρώτα του ΣΥΡΙΖΑ και στη συνέχεια της Νέας Δημοκρατίας. Η DBRS Morningstar θεωρεί ότι η βελτίωση του πολιτικού περιβάλλοντος και η δέσμευση της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις μακροχρόνιες προκλήσεις της Ελλάδας δικαιολογεί μια θετική ποιοτική προσαρμογή στην αξιολόγηση του δομικού στοιχείου του «Πολιτικού Περιβάλλοντος».