Το ενδεχόμενο να παραταθεί η αναστολή της ρήτρας αναπροσαρμογής από τα τιμολόγια ρεύματος, και μετά την 1η Ιουλίου 2023 όταν κανονικά εκπνέει η απόσυρσή της, μελετά το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Παρά το γεγονός ότι το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας έχει ήδη περιορισθεί σε παραπλήσια επίπεδα με αυτά προ της ενεργειακής κρίσης, το υπουργείο εκτιμά ότι δεν είναι απίθανο να ξεκινήσει εκ νέου να αυξάνεται το καλοκαίρι.

Επομένως, αυτό που εξετάζει είναι κατά πόσο σε μία τέτοια περίπτωση το υφιστάμενο μοντέλο λιανικής, το οποίο αντικατέστησε τις ρήτρες, θα μπορούσε να αποσοβήσει πιο αποτελεσματικά τη μετακύλιση των ανατιμήσεων στους τελικούς καταναλωτές. Κι αυτό γιατί καθιστώντας ξεκάθαρες στους καταναλωτές τις χρεώσεις των τιμολογίων που διατίθενται στην αγορά, ενισχύει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους προμηθευτές.

Υπενθυμίζεται ότι το τρέχον μοντέλο τέθηκε σε εφαρμογή από τον περασμένο Αύγουστο, βάζοντας «απαγορευτικό» στα κυμαινόμενα τιμολόγια με χρέωση ρήτρας που συνδέεται με τη διακύμανση μεγεθών της χονδρεμπορικής αγοράς. Από τότε, και κανονικά μέχρι την 1η Ιουλίου 2023, οι προμηθευτές ανακοινώνουν στις 20 κάθε μήνα τις χρεώσεις όλων των προϊόντων τους για τον επόμενο μήνα. Επομένως, αν δεν υπάρξει αλλαγή στην παραπάνω ημερομηνία, τότε η τελευταία ανακοίνωση θα γίνει στις 20 Ιουνίου, με τις χρεώσεις να ισχύουν για τον επόμενο μήνα, από τον οποίο οι προμηθευτές θα είναι ελεύθεροι πλέον να λανσάρουν ξανά κυμαινόμενα τιμολόγια.

Ο «συγχρονισμός» με τα πλαφόν

Υπενθυμίζεται ότι το παραπάνω μοντέλο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την παροχή επιδοτήσεων (ώστε να περιοριστούν έτι περαιτέρω σε μηνιαία βάση οι τελικές τιμές), με μία σημαντική πηγών χρηματοδότησης των ενισχύσεων να είναι τα υπερέσοδα των ηλεκτροπαραγωγών που ανακτώνται από τις χονδρεμπορικές αγορές. Επομένως, η απόφαση για τυχόν παράταση της απόσυρσης της ρήτρας «συγχρονίζεται» με την απόφαση για χρονική επέκταση και του μηχανισμού ανάκτησης των υπερεσόδων – που επίσης εξετάζεται από το ΥΠΕΝ.

Με βάση την ισχύουσα νομοθετική διάταξη ο μηχανισμός ανάκτησης εκπνέει την 1η Ιουνίου 2023, ενώ για την αλλαγή της ημερομηνίας θα χρειαστεί νομοθετική ρύθμιση. Αντίθετα, η παράταση αναστολής της ρήτρας μπορεί να γίνει με Υπουργική Απόφαση, όπως προβλέπει η σχετική διάταξη.

Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι πως η παρέμβαση στη χονδρεμπορική αγορά θα πρέπει να πάρει το «πράσινο φως» από την Κομισιόν, η οποία έχει εγκρίνει το μέτρο στην ισχύουσα διάρκειά του. Επομένως, αν προκριθεί η επέκταση των δύο μέτρων, τότε θα χρειαστούν διαβουλεύσεις της ελληνικής πλευράς με τις Βρυξέλλες αναφορικά με τη συνέχιση ανάκτησης των υπερεσόδων των ηλεκτροπαραγωγών και πέρα από την αρχικά προβλεπόμενη ημερομηνία.

Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι και τα δύο μέτρα εκπνέουν σε μία συγκυρία όπου πιθανότατα η χώρα θα βρίσκεται καθοδόν προς τις δεύτερες εκλογικές κάλπες. Επομένως, αν αποσυρθεί το υφιστάμενο «δίχτυ προστασίας», θα είναι δύσκολο να υπάρξει μια έκτακτη κρατική παρέμβαση, σε περίπτωση που σημειωθεί τότε άλμα στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

Ατού η «ιβηρική εξαίρεση»

Μάλιστα, από τις διαβουλεύσεις θα προκύψει και ο χρονικός ορίζοντας επέκτασης, αν και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, στόχος του ΥΠΕΝ είναι να διεκδικηθεί η παράταση για όλο το 2023. Πάντως, «σύμμαχος» της ελληνικής πλευράς στις διαπραγματεύσεις είναι η παράταση που δόθηκε πρόσφατα, για όλο το 2023, στο μέτρο συγκράτησης των χονδρεμπορικών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας (τη λεγόμενη «ιβηρική εξαίρεση») που εφαρμόζουν η Ισπανία και η Πορτογαλία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στις συνθήκες που διαμορφώνονται τον Μάρτιο (και αναμένεται να επικρατήσουν έως τουλάχιστον τις αρχές του καλοκαιριού), δεν προκύπτουν πλέον υπερέσοδα από τις λιγνιτικές μονάδες και τους σταθμούς αερίου. Επομένως, τα χρήματα που οδεύουν στο ΤΕΜ για επιδοτήσεις προκύπτουν κατά κύριο λόγο από τις ΑΠΕ και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, από τα υδροηλεκτρικά.

Ωστόσο, αν και οι αποζημιώσεις των μονάδων λιγνίτη και αερίου μένουν πλέον πρακτικά ανεπηρέαστες από το πλαφόν, παράγοντες του κλάδου επισημαίνουν πως η παρέμβαση έχει παρενέργειες στη λειτουργία της χονδρεμπορικής αγοράς, οι οποίες θα συνεχιστούν αν παραταθεί το μέτρο. Μεταξύ των παρενεργειών συγκαταλέγεται και μειωμένη ανταγωνιστικότητα της εγχώριας ηλεκτροπαραγωγής, σε σχέση με τους σταθμούς στις γειτονικές χώρες που δεν υφίστανται ανάλογους περιορισμούς, με συνέπεια να ευνοούνται οι εισαγωγές.

Παρενέργειες υπάρχουν και στο μοντέλο λιανικής, όπως το γεγονός ότι το ρίσκο πρόβλεψης «βάζει καπέλο» στις ονομαστικές χρεώσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εκπρόσωποι τόσο του κλάδου παραγωγής όσο και της προμήθειας είναι αντίθετες στην παράταση των δύο μέτρων.