Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αυξήσει ξανά τα επιτόκια τον Δεκέμβριο και τον επόμενο χρόνο για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, αλλά αυτές οι αυξήσεις μπορεί να είναι μικρότερες από τις πιο πρόσφατες, σύμφωνα με τον Φίλιπ Λέιν.

Με τον πληθωρισμό σε διψήφιο νούμερο, η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια κατά 200 μονάδες βάσης μέσα σε μόλις τρεις μήνες με τον ίδιο να δείχνει τον δρόμο για μικρότερες αυξήσεις από τα διαδοχικά ρεκόρ των 75 μονάδων βάσης που αποφασίστηκαν στις δύο τελευταίες συνεδριάσεις της ΕΚΤ.

«Δεν υπάρχει πλέον μια πλατφόρμα για την εξέταση μιας πολύ μεγάλης αύξησης, όπως 75 μονάδες βάσης. Οσο μεγαλύτερη (η αύξηση που) έχεις κάνει συνολικά, τόσο αυτό αλλάζει τα υπέρ και τα κατά κάθε αύξησης», δήλωσε ο Λέιν χαρακτηριστικά σύμφωνα με το ΜΝΙ.

Tην ΕΚΤ την ενδιαφέρει «να προχωρήσει την κατάλληλη στιγμή σε μικρότερες αυξήσεις» και να μειώσει το χαρτοφυλάκιο των ομολόγων της. «Δεν θεωρώ ότι πρόκειται να συσχετίζουμε σε κάθε συνεδρίαση την απόφαση για την αύξηση των επιτοκίων με το περίοδο (των επανεπενδύσεων ομολόγων) για τους επόμενους 1-2 μήνες… Θα πρέπει μάλλον να είναι κάτι πιο μηχανιστικό από αυτό», σημείωσε.

«Δεν νομίζω ότι θα διασυνδέσουμε κάθε συνάντηση την απόφαση για το επιτόκιο με τον ρυθμό (των επανεπενδύσεων ομολόγων) για τον επόμενο ή δύο μήνες. Θα έπρεπε να είναι μάλλον πιο μηχανικό από αυτό» σημείωσε. «Θα πρέπει να την εξετάσουμε σε σχέση με τις προοπτικές για τον πληθωρισμό τον Δεκέμβριο και να λάβουμε υπόψη ότι είμαστε σε διαφορετικό σημείο τώρα και επίσης να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν χρονικές υστερήσεις στη διαδικασία μετάδοσης (της νομισματικής πολιτικής)», πρόσθεσε.

Εκτίμησε ότι ο πληθωρισμός το 2023 θα είναι υψηλότερος σε σχέση με τις προβλέψεις της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο, λόγω των υψηλότερων τιμών ενέργειας και δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ενώ για τη διετία 2024-25 σημείωσε ότι οι προοπτικές είναι ανάμεικτες. «Για εκείνα τα χρόνια, η πρόβλεψη θα πρέπει να εξισορροπήσει το γεγονός ότι ο πληθωρισμός έχει αρνητικές επιπτώσεις, για παράδειγμα, στον μισθολογικό μηχανισμό. Αλλά από την άλλη πλευρά, έχουμε το γεγονός ότι οι οικονομικές συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές από αυτές που είχαμε στην πρόβλεψη του Σεπτεμβρίου» κατέληξε.