Τις κατευθύνσεις για τη χάραξη δημοσιονομικής πολιτικής το 2024, παρουσίασε σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σε γενικές γραμμές, η Επιτροπή τονίζει ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές το 2024 θα πρέπει να διασφαλίζουν τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους και να προωθούν τη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη σε όλα τα κράτη-μέλη.

Οι κατευθύνσεις της Επιτροπής για το 2024 έρχονται καθώς συνεχίζονται οι συζητήσεις για τη μεταρρύθμιση του ευρωπαϊκού πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης.

«Η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η οποία προβλέπει προσωρινή απόκλιση από τις δημοσιονομικές απαιτήσεις σε περιόδους σοβαρής οικονομικής ύφεσης, θα απενεργοποιηθεί στα τέλη του 2023», επιβεβαίωσε ο Επίτροπος Οικονομίας, Πάολο Τζεντιλόνι, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στις Βρυξέλλες.

Ωστόσο η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι μέχρι να τεθεί σε λειτουργία το νέο αναθεωρημένο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, δεν είναι σκόπιμο να επιστρέψουμε στην αποκλειστική εφαρμογή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που ίσχυαν πριν από την ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής το 2020.

Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για την οικονομική διακυβέρνηση, αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, βρίσκεται «σε μια μεταβατική φάση»: οι παλιοί κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης έχουν ανασταλεί και οι νέοι επίσημα δεν υπάρχουν ακόμη. Για να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική μετάβαση στους μελλοντικούς δημοσιονομικούς κανόνες, η Επιτροπή αποφάσισε να εφαρμόσει από το επόμενο έτος στη δημοσιονομική της εποπτεία, ορισμένα στοιχεία των προσανατολισμών της για τη μεταρρύθμιση της οικονομικής διακυβέρνησης.

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή είναι έτοιμη να προτείνει, τον ερχόμενο Μάιο, ειδικές ανά χώρα συστάσεις σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική για το 2024. Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα επόμενα έτη, ο δείκτης δημόσιου χρέους τίθεται σε καθοδική πορεία ή παραμένει σε συνετό επίπεδο και ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα.

Οι συστάσεις της Επιτροπής θα λαμβάνουν υπόψη, όπως προβλέπεται στο σχέδιο μεταρρύθμισης, την επιμέρους δημοσιονομική κατάσταση κάθε κράτους μέλους. Θα περιλαμβάνουν «ποσοτικοποιημένους και διαφοροποιημένους στόχους» για το καθένα, και αυτοί οι στόχοι θα διατυπώνονται σύμφωνα με το επίπεδο των καθαρών πρωτογενών δαπανών και όχι με βάση το επίπεδο του ελλείματος. Η ιδέα είναι να δοθεί μεγαλύτερη ευελιξία στις χώρες της ΕΕ για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που συμβάλλουν στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση - δύο στρατηγικές προτεραιότητες της ΕΕ.

Επιπλέον, στις ειδικές ανά χώρα συστάσεις της για τη δημοσιονομική πολιτική, η Επιτροπή θα συνεχίσει να δίνει έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις. Όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεχίσουν να προστατεύουν τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις και να διασφαλίζουν την αποτελεσματική απορρόφηση των κονδυλίων στο πλαίσιο του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλων ταμείων της ΕΕ, ιδίως για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση. Οι ειδικές ανά χώρα συστάσεις θα παρέχουν επίσης καθοδήγηση σχετικά με το δημοσιονομικό κόστος των μέτρων για την ενέργεια.

Σχετικά με τη «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος», η Επιτροπή θεωρεί ότι, λόγω της υψηλής αβεβαιότητας δεν θα πρέπει να επανέλθει σε ισχύ φέτος την άνοιξη για τις χώρες που παραβιάζουν τους κανόνες, αλλά την άνοιξη του 2024, βάσει των δημοσιονομικών στοιχείων του 2023. Αυτό είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους τα κράτη-μέλη κατά την εκτέλεση των προϋπολογισμών τους για το 2023, καθώς και κατά την προετοιμασία των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης φέτος την άνοιξη και των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων το φθινόπωρο.

Όσον αφορά τη μεταρρύθμιση της οικονομικής διακυβέρνησης, η Επιτροπή αναμένεται να καταθέσει τη νομοθετική της πρόταση μετά το Συμβούλιο Οικονομικών (Ecofin) της 14ης Μαρτίου. Σημειώνεται ότι το Νοέμβριο του 2022 η Επιτροπή είχε δημοσιεύσει τους προσανατολισμούς της για τη μεταρρύθμιση, προτείνοντας η μείωση των υψηλών δεικτών δημοσίου χρέους να γίνεται με τρόπο ρεαλιστικό, σταδιακό και διαρκή, επιτρέποντας μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις.